Eυαγγέλιο που χάρισε ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου (Σαιν Ντενί), στο Παρίσι. |
Η επαπειλούμενη κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ώθησε πολλούς αυτοκράτορες
του Βυζαντίου, από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, να ζητήσουν οικονομική και
στρατιωτική βοήθεια από τα βασίλεια της Δύσης. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της γνωστής
περιοδείας του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου στη Δύση, ο ίδιος προσπάθησε να
συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια κατά των Τούρκων, ακόμα και
ενεχυριάζοντας, πουλώντας και δωρίζοντας άγια λείψανα, ανάμεσα στα οποία ήταν τεμάχια
του Τιμίου Σταυρού, τεμάχια του χιτώνα του Χριστού, αυτόν που άγγιξε η αιμορροούσα
γυναίκα και θεραπεύτηκε, τεμάχια του σπόγγου από τα Πάθη του Χριστού, λείψανα
αποστόλων και άλλων αγίων. Η αποστολή δεν ευοδώθηκε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλά λείψανα
μεταφέρθηκαν έτσι στη Δύση και διασώθηκαν. Θραύσματα αυτής της ιστορίας περιγράφονται παρακάτω.
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος στα πρώτα χρόνια της
βασιλείας του, διατήρησε το καθεστώς της υποτέλειας στους Τούρκους που είχε
εγκαινιάσει ο πατέρας του. Έτσι, κλήθηκε να υπηρετήσει στο πλευρό του Βαγιαζήτ
σε στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων. Αργότερα όμως, μετά από κάποιες
εκρήξεις αστάθειας του Σουλτάνου, αποφάσισε να διακόψει κάθε υπηρεσία στους
Τούρκους. Έξαλλος ο Βαγιαζήτ απάντησε με άμεση πολιορκία της Πόλης το 1394, η
οποία έμελλε να κρατήσει με κυμαινόμενη ένταση, για πολλά χρόνια.
Το Βυζάντιο το 1400 |
Την ίδια περίπου εποχή, η Δύση κινητοποίησε στρατεύματα που έφταναν τις
100.000 κατά των Τούρκων. Η ήττα των νέων Σταυροφόρων στη Νικόπολη το 1396,
σήμανε και το τέλος των ουσιωδών προσπαθειών της Δύσης. Ο Μανουήλ πάντως,
συνέχισε τις διπλωματικές του προσπάθειες, ερχόμενος σε επαφή με το Λουδοβίκο
της Γαλλίας, ο οποίος τον προσκάλεσε για επίσημη επίσκεψη. Γρήγορα φρόντισε να
συμφιλιωθεί με τον παλαιό του αντίπαλο Ιωάννη Ζ', τον οποίο άφησε στη θέση του
στη Βασιλεύουσα, και αφού μετέφερε την οικογένειά του στον ασφαλή περίγυρο του
Μυστρά, ξεκίνησε για το Παρίσι το 1399.
Μικρογραφία που αναπαριστά τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, την σύζυγό του, αυτοκράτειρα Ελένη, μετέπειτα Αγία Υπομονή, και τρία από τα παιδιά τους: Ιωάννη, Θεόδωρο και Ανδρόνικο. |
Σχηματική παράσταση της άνω μικρογραφίας |
Οι τελετές για την υποδοχή του Μανουήλ, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις
αντίστοιχες που είχαν γίνει κατά την περιοδεία του πατέρα του το 1370. Ο
Ιωάννης Ε' είχε πάει σα ζητιάνος, ενώ ο Μανουήλ ως περήφανος άρχοντας. Το
πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από
τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής
μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος
«αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο
Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις
επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές
προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές
ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι
άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας
στρατιωτικής πρωτοβουλίας, ίσως και Σταυροφορίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να
διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο
χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη
μάχη της Άγκυρας και το μαρτυρικό θάνατο του Σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό,
ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.
Πέθανε το 1425, αφού πρώτα εκάρη μοναχός, κατά την υστεροβυζαντινή
αυτοκρατορική παράδοση, με το όνομα Ματθαίος. Η μορφή του ξεχωρίζει στο
στερέωμα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων τόσο για τις ικανότητές του, διπλωματικές,
διοικητικές και στρατιωτικές, όσο και για αυτή καθεαυτή την προσωπικότητά του.
Μπορούσε να ηγηθεί των στρατευμάτων του σε μάχη το ίδιο εύκολα, όσο μπορούσε να
συζητήσει και να αναλύσει με τους εκλεκτότερους λόγιους της εποχής του τα
λεπτότερα θεολογικά ζητήματα. Ο Μανουήλ Β' έδωσε ανάσα επιβίωσης και παράταση
ζωής στο Βυζάντιο, χωρίς βέβαια να κατορθώσει να αναστρέψει το αναπόφευκτο της
πτώσης, γεγονός που είναι βέβαιο ότι είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει.
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στη Δύση, ο Μανουήλ προσπάθησε να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια κατά των Τούρκων, ακόμα και ενεχυριάζοντας, πουλώντας ή δωρίζοντας άγια λείψανα. Περιγραφή αυτής της προσπάθειας κάνει ο Holger A. Klein στο άρθρο του: Eastern Objects and Western Desires: Relics
and Reliquaries between Byzantium and the West (=Αντικείμενα της Ανατολής και Επιθυμίες της Δύσης: Λείψανα και Λειψανοθήκες ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση), που δημοσιεύθηκε στο Dumbarton Oaks Papers, Vol. 58.
(2004), pp. 283-314. Μεταφράζω από τις σελίδες 310-312. Ο πίνακας και η εικονογράφηση είναι του blogger.
...
Όσον αφορά τους διανεμητές λειψάνων, και εδώ θα ήθελα να περιοριστώ στην
αυτοκρατορική σφαίρα, οι Βυζαντινοί ηγεμόνες σύντομα αντιμετώπισαν τις ίδιες
δυσκολίες (ενν.οικονομικές) όπως οι Λατίνοι πριν από αυτούς (ενν. οι Λατίνοι ηγεμόνες της
Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης). Μετά που η αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας,
το 1343, είχε εκχωρήσει ενυπογράφως τα κοσμήματα του βυζαντινού στέμματος στη
Δημοκρατία της Βενετίας για 30.000 δουκάτα με σκοπό να εξοφλήσει τα χρέη της, η
πώληση και ενεχυρίαση των λειψάνων έγινε για άλλη μια φορά η τελευταία λύση για
να διασφαλιστεί η οικονομική και στρατιωτική επιβίωση της αυτοκρατορίας.
Στις 9
Δεκεμβρίου 1395, μετά από, περισσότερο του ενός χρόνου, εμπειρία πολιορκίας του
από τους Τούρκους, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β' ο Παλαιολόγος ήταν έτοιμος να προσφέρει το
χιτώνα του Χριστού και άλλα λείψανα ως εξασφάλιση για ένα δάνειο που ήλπιζε να
λάβει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Η Βενετία, όμως, όπως
γνωρίζουμε από τα σωζόμενα έγγραφα, αρνήθηκε την προσφορά του αυτοκράτορα,
υποστηρίζοντας ότι η μεταφορά αυτών των εξαίσιων και σεβαστών αντικειμένων θα
μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες στην Κωνσταντινούπολη, μια
ανησυχία, αληθινή ή όχι, που όμως ο βυζαντινός αυτοκράτορας ο ίδιος προφανώς
δεν συμμεριζόταν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο Μανουήλ Β' ξεκίνησε το διάσημο ταξίδι του
προς τη Δύση, πήρε μαζί του τα λείψανα που η Βενετία είχε προηγουμένως
απορρίψει. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ο Μανουήλ άρχισε αμέσως να στέλνει
πρεσβευτές με επιστολές και δώρα στις διάφορες αυλές της Ευρώπης, σε μια
προσπάθεια να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια εναντίον των
Τούρκων. Πιθανώς, προκειμένου να δώσει στις εκκλήσεις του περισσότερο βάρος, ο
Μανουήλ αποφάσισε να προσθέσει στις επιστολές του λείψανα ως δώρα. Σύμφωνα με
αυτές τις επιστολές, αλλά και άλλων αρχείων που έχουν διασωθεί, ο βασιλιάς Μαρτίνος I της Αραγονίας έλαβε ένα λείψανο του Αγίου Γεωργίου ήδη τον Ιούνιο ή τον
Ιούλιο του 1400, την αυθεντικότητα του οποίου, όμως, σε πρώτη φάση, δεν
εμπιστευόταν. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο απεσταλμένος του Μανουήλ Αλέξιος Βρανάς
εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του βασιλιά, μεταφέροντας ένα χρυσόβουλλο και
ακόμα δύο κειμήλια, ένα κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού που είχε
θεραπεύσει την αιμορροούσα γυναίκα και τον σπόγγο από τα Πάθη του Χριστού. Από
την αυλή της Αραγονίας, ο Αλέξιος Βρανάς συνέχισε προς την αυλή του βασιλιά Κάρολου ΙΙΙ της Ναβάρρας, όπου έφτασε κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 1401 με άλλο
ένα χρυσόβουλο, ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, και ένα κομμάτι από τον ίδιο
χιτώνα του Χριστού που είχε ήδη λάβει ο βασιλιάς Μαρτίνος. Σύμφωνα με μια
παράδοση κάπως αβέβαια, ο Μανουήλ έστειλε ένα ακόμα χρυσόβουλο στο βασιλιά Ιωάννη I της Πορτογαλίας, στις 15 Ιουνίου του ίδιου έτους, αυτή τη φορά συνοδευόμενο
από ένα ακόμα μεγαλύτερο αριθμό λειψάνων: ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, ένα
κομμάτι από τον ίδιο αναφερόμενο παραπάνω χιτώνα του Χριστού, ένα κομμάτι από
τον Τίμιο Σπόγγο, και ακόμη από λείψανα των Αγίων Πέτρου, Παύλου και Γεωργίου.
Κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα, τον Ιούνιο δηλαδή, ο απεσταλμένος του
αυτοκράτορα Αλέξιος Βρανάς παρέδωσε γράμματα και ακόμη ένα κομμάτι του γαλαζωπού
χιτώνα του Χριστού στον αντι-πάπα Βενέδικτο ΧΙΙΙ. Ένα μήνα αργότερα, για να
κρατήσει όλες τις επιλογές ανοικτές, ένα άλλο κομμάτι του χιτώνα του Χριστού εστάλη
στον πάπα Βονιφάτιο IX. Αν και είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, προφανώς είχε
απομείνει ακόμα αρκετός γαλαζωπός χιτώνας του Χριστού στον Μανουήλ για να στείλει
ένα τελευταίο κομμάτι στην βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας, τον Νοέμβριο του
1402, λίγο πριν την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.
Πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγεμόνες...
|
...που έλαβαν τουλάχιστον
|
Βασιλιάς Μαρτίνος I της Αραγονίας
|
Λείψανο του Αγίου Γεωργίου
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
Τίμιο Σπόγγο
Διάφορα άλλα λείψανα με την αποστολή του Μανουήλ
Χρυσολωρά
Λείψανο του Αγίου Λαυρεντίου
|
Βασιλιάς Κάρολος ΙΙΙ
της Ναβάρρας
|
Τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
|
Βασιλιάς Ιωάννης Ι
της Πορτογαλίας
|
Τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
Κομμάτι από τον Τίμιο Σπόγγο
Λείψανο του Αποστόλου Πέτρου
Λείψανο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου
Λείψανο του Αγίου Γεωργίου
|
Αντι-πάπας Βενέδικτος
ΧΙΙΙ
|
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
|
Πάπας Βονιφάτιος ΙΧ
|
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
|
Βασίλισσα Μαργαρίτα
της Δανίας
|
Κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού
|
Αλλά ακόμα και τότε η
διασπορά των λειψάνων δεν σταμάτησε. Σε δύο επιστολές, με χρονολογία και των
δύο τις 17 Αυγούστου 1405, ο βασιλιάς Μαρτίνος της Αραγονίας, ο οποίος είχε ήδη
λάβει διάφορα λείψανα το 1400, απευθυνόταν στον πατριάρχη και στον αυτοκράτορα
με αίτημα για περισσότερα λείψανα, τα οποία θα έπρεπε να εμπιστευθούν στον Pere
de Quintanes, έναν έμπορο που λειτουργούσε ως απεσταλμένος του βασιλιά γι' αυτό
το θέμα. Είναι μόνο μέσω της πολύς καθυστερημένης απάντησης του Μανουήλ, χρονολογημένης την 23η Οκτωβρίου του 1407, που γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη ατο αίτημα του
βασιλιά. Έχοντας συμβουλευτεί τον πατριάρχη καθώς και βαρόνους και άλλους ιθύνοντες
της αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ είχε αποφασίσει να στείλει στον Μαρτίνο διάφορα
κειμήλια που σχετίζονταν με τα Πάθη του Χριστού, καθώς και ένα λείψανο του
Αγίου Λαυρεντίου. Ωστόσο, αντί να στείλει τα λείψανα στην Ισπανία με τον Pere
de Quintanes -ο οποίος παρεμπιπτόντως πνίγηκε σε μια καταιγίδα κατά την
επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη-, ο αυτοκράτορας είχε σκοπό να τα
εμπιστευθεί σε μία πρεσβεία με επικεφαλής τον Μανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος πράγματι αναχώρησε
από την πρωτεύουσα με μεγάλη καθυστέρηση στα τέλη Οκτωβρίου του 1407. Τα
λείψανα που ο Χρυσολωράς μετέφερε στην Ισπανία φαίνεται να είναι ανάμεσα από τα
τελευταία που στάλθηκαν στη Δύση από κάποιον βυζαντινό ηγεμόνα πριν την
κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
...
Η παρούσα κατάσταση του άνω εγγράφου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου