Αναδημοσιεύουμε εδώ το Δ' κεφάλαιο (κείμενο και σημειώσεις) από τη διατριβή του
Πρεσβύτερου VIOREL DINCĂ με τίτλο: "Η
τιμή των αγίων και των λειψάνων κατά τους τρεις Ιεράρχες". Η διατριβή
υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής
ΑΠΘ.
Το Δ' κεφάλαιο διαπραγματεύεται τα λείψανα των αγίων, τη
θεολογική προσέγγιση προς αυτά, την αφθαρσία τους, τη θαυματουργή και
ιαματική δύναμη τους, το τεμαχισμό και τη μετακομιδή τους, όπως και τη χρήση
τους στα εγκαίνια ναών και την αποδιδόμενη σ' αυτά τιμή και προσκύνηση.
Η διατριβή είναι διαθέσιμη εδώ.
ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ
ΑΓΙΩΝ
1. Η θεολογική προσέγγιση περί των ιερών λειψάνων
Σε όλες τις
εποχές, απέναντι στα λείψανα του
ανθρώπου υπήρξε σεβασμός εκ μέρους των εν ζωή ανθρώπων, που
φρόντιζαν για τον ενταφιασμό με ιδιαίτερη τιμή. Αυτή η τιμή πηγάζει από την πίστη στην αθανασία της ψυχής, πίστη που συνήθως συνδεόταν στενότατα με
τον ενταφιασμό του σώματος. Όμως, στο Χριστιανισμό αυτή η πίστη έχει μία δυνατή δογματική βάση. Το σώμα θα συμμετάσχει μαζί με την ψυχή στην αιώνια ανταμοιβή, ή στην αιώνια τιμωρία, εφ΄όσον συνυπήρχαν, και θα αναστηθεί στη μέλλουσα κρίση. Πολύ περισσότερο το σώμα του ανθρώπου είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος»531, για το οποίο ο απόστολος των
εθνών αναγγέλλει ότι μεγάλη και αιώνια τιμωρία θα υποστούν εκείνοι, που θα τον καταστρέφουν: «εἲ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἃγιός ἐστιν, οἳτινές ἐστε ὑμεῖς»532. Η θεία χάρη παρέδωσε μεγάλη τιμή σ΄ εκείνο που κάποτε προκαλούσε ακαθαρσία στον άνθρωπο που
ερχόταν σε επαφή με σώμα νεκρού533. Τα ιερά λείψανα είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος που μαρτυρεί και ενεργεί υπέρ Χριστού. Η θεία χάρη κάνει αυτή την
διαφορά, την οποία τονίζει και ο Μέγας Βασίλειος: «Σύγκρινον τοίνυν τῇ γενέσει τὸν θάνατον και
παῦσαι ὀδυρόμενος τὸν τῆς ἀτιμίας ἀπαλλασόμενον. Ὃτε Ὶουδαῖοι ἀπέθνῃσκον,
βδελυκτά ἦν τὰ θνησιμαῖα· ὃτε ὑπὲρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια τὰ λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ. Πρό τούτου ἐλέγετο τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Ναζηραίοις το, Οὐ μιανθήσεσθε ἐπ’ οὐδενί τεθνηκότι· καὶ τὸ, Ὲάν τις ἃψηται νεκροῦ, ἀκάθαρτος ἒσται ἓως ἓσπέρας· καὶ τὸ, Πλυνεῖ ἑαυτοῦ τὰ ἱμάτια. Νυνί δὲ ὁ ἁψάμενος ὀστέων μάρτυρος, λαμβάνει τινά μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς ἐν τῷ σώματι
προσεδρευούσης χάριτος» 534.
Η λειψανοθήκη με την κάρα του Μεγάλου Βασιλείου. Επίσης σταυροθήκη με Τίμιο Ξύλο και βασιλικό. Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους. |
Η λειψανοθήκη με την κάρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το αριστερό αυτί είναι αδιάφθορο. Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. |
Η λειψανοθήκη και η θήκη με την κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (Ναζιανζηνός). Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. |
Η πίστη ότι η επαφή με τα άγια λείψανα, τα οποία κατέχουν μία θεϊκή και
αγιαστική δύναμη, μεταδίδει αγιασμό σε αυτόν, που τα
ακουμπά, οδήγησε στον ενταφιασμό κάποιων ενάρετων Χριστιανών δίπλα στα λείψανα των μαρτύρων535. Αυτή η πρακτική φανερώνει τον
εσχατολογικό χαρακτήρα της τιμής των λειψάνων536. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας πληροφορεί ότι ο
οικογενειακός τους τάφος ήταν κοντά στα λείψανα αγίων, ενώ, για τον
τάφο του θείου του Αμφιλόχιου και
της οικογένειάς του μαθαίνουμε ότι ήταν ένας λαμπρός διώροφος τάφος, ο πρώτος όροφος για
τα μέλη της οικογένειας και ο δεύτερος για τα άγια λείψανα537.
Η Εκκλησία τιμά τα λείψανα των
αγίων, και τιμώντάς τα, τιμά τους ίδιους τους
αγίους. Η τιμή των λειψάνων δεν
σημαίνει ότι ο Χριστιανός περιορίζεται
αποκλειστικά μόνο σ΄αυτά τα λείψανα, αποδίδοντας τιμή σ΄αυτά καθ΄αυτά. Διά της τιμής των ιερών λειψάνων τιμάται ο ίδιος ο άγιος, διότι «η τιμή μεταβαίνει στο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της τιμής των ιερών εικόνων,
αποδεικνύοντας την
πεποίθηση ότι η δύναμη του
θανάτου είναι περιορισμένη διά της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού»538. Γι΄αυτό οι προσευχόμενοι στα άγια λείψανα δεν
απευθύνονται προς αυτά, αλλά προς το
πρόσωπο του αγίου.
Η αφθαρσία των ιερών λειψάνων είναι απόδειξη της
θεϊκής δύναμης, της χάρης του Αγίου Πνεύματος, που
μεταμορφώνει το φθαρτό σε άφθαρτο.
Παραμένουν άφθαρτα, διότι μία θεϊκή δύναμη μένει σ΄αυτά από τότε, που τα σώματά τους ήταν ενωμένα με την ψυχή. Οι δυνάμεις της
ψυχής και της θείας χάρης της
ψυχής προεκτείνουν την ενέργεια τους
και μέσα στο σώμα, πραγματοποιώντας εντός του μία κατάσταση αγιότητας, κατά διάρκεια της επίγειας ζωής του αγίου, και
κατά κάποιον τρόπο μία κατάσταση
αφθαρσίας έπειτα από την μετάσταση της ψυχής του αγίου, δια
θανάτου, σε μία προχωρημένη κατάσταση θεώσεως. Επομένως, τα ιερά λείψανα αποτελούν προεικόνιση του πνευματικού μεταμορφωμένου σώματος μετά την ανάσταση539.
Η αφθαρσία των λειψάνων των αγίων δείχνει ότι η
προσωπική ψυχή και η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που
βρίσκεται μέσα τους, παραμένει εν συνεχεία σε σχέση με τα σώματά τους. Δια του θανάτου τα σώματα των
αγίων δεν χάνουν τίποτα,
δηλαδή την θεωθείσα δύναμη της ψυχής, αντίθετα αποκτά μεγαλύτερη δύναμη της θείας χάρης: «Οὐκ ἒτι γὰρ ἡ ψυχὴ μόνη, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα πλείονος μετέλαβε τῆς χάριτος, καὶ οὐ μόνον οὐκ ἀπέβαλεν, ἣ εἶχε, μετὰ τὸ διατμηθῆναι καὶ κατακοπῆναι πολλάκις, ἀλλὰ καὶ ἐπεσπάσατο πλείονα καὶ μείζω τὴν ροπήν»540.
Από την αρχή της τιμής των αγίων, στην εκκλησιαστική γλώσσα άγια, ιερά ή τίμια λείψανα ονομάζονται κυρίως τα σώματα ή τα οστά των αγίων. Μαζί με τα σώματα ή τα οστά των αγίων λογίζονται ως τίμια λείψανα και τα κάθε είδους αντικείμενα541, που χρησιμοποίησαν οι άγιοι στο βίο τους, η «κόνις» των λειψάνων τους,
και οτιδήποτε είχε έρθει σε επαφή με τα ζωντανά σώματα των αγίων ὴ με τα
νεκρά σώματα ή οστά στον τάφο ή στη λάρνακα όπου φυλάγονταν542.
Από τον δ΄αιώνα ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου και άλλα ιερά αντικείμενα, που συνδέονται με τα Πάθη του
Χριστού, θεωρούνται ιερά λείψανα543.
α. Η αφθαρσία των ιερών λειψάνων
Οι άγιοι, ζώντας τον Αναστάντα Κύριο, έγιναν κοινωνοί της αναστάσεως Του,
και άντλησαν την ζωοποιό δύναμη της
θείας χάρης, που μεταμορφώνει το φθαρτό σε άφθαρτο, και έγιναν υιοί της αναστάσεως και
του φωτός. Μιλώντας περί της των
νεκρών αναστάσεως, ο ιερός Χρυσόστομος ξεκαθαρίζει κάποια πράγματα. Το σώμα είναι φθαρτό, όμως το σώμα δεν είναι φθορά, είναι θνητό το σώμα, δεν είναι όμως θάνατος το σώμα. Το σώμα είναι έργο του
Θεού, η φθορά και ο θάνατος είναι ξένα πράγματα προς τον άνθρωπο, που εισήχθησαν από την αμαρτία. Αυτό το αλλότριο πρότεινε ο απόστολος Παύλος να απομακρύνει ο άνθρωπος,
διότι το σώμα είναι ανάμεσα στη φθορά και αφθαρσία. Ανταποκρινόμενος στη κλήση του Παύλου, ο άνθρωπος
απομακρύνει αυτό, που πήρε από την αμαρτία και
αποκτά αυτό που έδωσε η χάρη του Θεού. Απομακρύνει, λοιπόν, τη φθορά και ενδύεται την
αφθαρσία544.
Το σώμα δεν είναι φθαρτό, αλλά άφθαρτο, λέει ο ίδιος πατήρ, και το γεγονός ότι το σώμα είναι βαρύ και ενοχλητικό και δυσάρεστο δεν
είναι από τη φύση του,
αλλά από τη θνητότητα, που έχει επέλθει αργότερα σ΄αυτό. Με την
εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος
μπορεί να ξεπεράσει αυτή την θνητότητα του σώματος και
να αναδειχθεί η τόση μεγάλη ευγένεια της καταγωγής του, ώστε και μέσα στην ίδια τη
φθορά να επιδεικνύει την αξία του. Έτσι, λοιπόν, τα ιερά λείψανα των
αγίων εμφανίζονται ως οι πειστικότατες αποδείξεις της
αφθαρσίας, που, ως όργανα του Θεού, υπηρετούν την θεία δύναμή Του, παρέχοντας
στον άνθρωπο χάρη και ευλογία545.
Τα άγια λείψανα περιβάλλονται από τη δύναμη και δόξα του Χριστού, έχουν την θεία χάρη. Τα ιερά λείψανα των
αγίων είναι ο ιερός τόπος συνάντησης του
κτιστού με το άκτιστο. Η θεία χάρη ενεργεί στο κτιστό και το μεταμορφώνει, προς την απαλλαγή της θνητότητάς του, προετοιμάζοντάς το να
φιλοξενήσει το άκτιστο. Αυτή η παραμονή του άκτιστου
στο κτιστό είναι σαφέστατη στη
περίπτωση των ιερών λειψάνων των αγίων, που φιλοξενούν την άκτιστη ενέργεια της θείας χάρης. Γι΄αυτό το λόγο, τα ιερά λείψανα προεικονίζουν την ανάσταση και την
αιώνια ζωή. Η αφθαρσία των ιερών λειψάνων είναι πειστικότατη απόδειξη της τελείωσης και της θεώσεως του
ανθρώπου, που διασώζει ολοκληρωτικά ψυχή και σώμα.
Οι άγιοι ενδύθηκαν τον Χριστό και Τον έζησαν, και
Αυτός ζώντας σ΄αυτούς, τους ντύνει την αφθαρσία. Αυτή η αφθαρσία είναι το δώρο του Χριστού προς αυτούς, που πρόσφεραν τους εαυτούς τους καταφύγιο στο Χριστό, ο Οποίος δεν είχε, που να κλίνει την κεφαλή Του. Ο
Χριστός, όντας ο Κύριος των ζώντων, ανέδειξε
ζωντανά τα μέλη του σώματός Του, τους αγίους, για να μην πάθουν τίποτα εις τον αιώνα. Αναφερόμενος στα
ιερά λείψανα του αποστόλου Παύλου, ο ιερός Χρυσόστομος
εκφράζει την επιθυμία του να συναντήσει τον Παύλο, να
προσκυνήσει τα άγια λείψανά του. Όλα τα μέλη του σώματός του υπηρέτησαν τον
Χριστό: τα μάτια του, που έπαθαν την ΄΄καλή΄΄ τύφλωση και που βρήκαν πάλι το φώς τους για τη σωτηρία της οικουμένης, τα χέρια του, που ήταν αλυσοδεμένα και με τα
οποία γράφονταν τα θεία γράμματα, τα πόδια του,
που διέτρεξαν την οικουμένη και ήταν δεμένα στο ξύλο. Tα μέλη του σήμερα είναι ζωντανά, επειδή ήταν νεκρά, όταν ζούσε, ήταν
σταυρωμένα για τον κόσμο. Σ΄αυτά ζούσε ο Χριστός, επειδή ήταν μέλη του Χριστού, ήταν τα ντυμένα το Χριστό, ήταν ναός του Αγίου Πνεύματος, ήταν καθηλωμένα στο φόβο του Θεού, και έχουν τα στίγματα του
Χριστού546.
Αναφέραμε
προηγουμένως ότι οι άγιοι είναι υιοί της αναστάσεως. Η δύναμη της
αναστάσεως του Χριστού διασώθηκε και
στα σώματά τους, και δια θανάτου μεταφέρθηκαν
στην ατελεύτητη ζωή. Έτσι, τα λείψανα των αγίων είναι προεικόνιση της
αναστάσεως και αναγγέλλουν την αιώνια ζωή. Όποιος ακολουθεί τον δρόμο της
αρετής, ετοιμάζεται για την μέλλουσα ζωή, ετοιμάζει την αθάνατη ανάπαυσή του και
θα μείνει στη μνήμη του Θεού, που
καταγράφει το αθάνατο όνομά του, μετέχει στην αιωνιότητα. Αυτό το πράγμα το φανερώνουν οι μάρτυρες, το φανερώνουν τα λείψανα των
αποστόλων, το φανερώνει η μνήμη εκείνων που έζησαν ασκώντας την αρετή (όλων των αγίων)547.
β. Η θαυματουργή και ιαματική δύναμη των ιερών λειψάνων
Τα λείψανα των
αγίων έχουν την δύναμη του
Θεού. Περιβάλλονται από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τα περιβάλλει η δόξα του
ουρανίου φωτός. Οι λάμψεις και
οι ακτινοβολίες των ιερών λειψάνων πιο
δυνατές από αυτές του ηλίου, ως «όπλα του
φωτός»548
«τυφλώνουν τα ίδια τα μάτια του διαβόλου», και απομακρύνουν τους δαίμονες διότι: «βλέπουν όχι προς
την προηγούμενη θνητή τους φύση, αλλά προς τη μυστική δόξα του
Χριστού που έχουν αυτά»549.
Τα ιερά λείψανα των αγίων δεν είναι άψυχα σώματα και γυμνά οστά χωρίς ψυχική ενέργεια, αλλά πευματοφόρα δοχεία στα οποία παραβρίσκεται κάποια άλλη δύναμη, μεγαλύτερη από αυτή της ψυχής. Αυτή η δύναμη είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μέσω των θαυμάτων, μαρτυρά υπέρ της αναστάσεως 550.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ένα επιχείρημα υπέρ της αναστάσεως των
νεκρών είναι το θαύμα των λειψάνων του αγίου Βαβύλα, που ως αθλητής στεφανωμένος, επανερχόταν για δεύτερη φορά στη πόλη του,
προσθέτοντας τρόπαια επάνω στα τρόπαια, επάνω στα μεγάλα μεγαλύτερα, και
στα θαυμαστά θαυμαστότερα. Εάν κάποιος δεν παραδέχεται την ανάσταση, ας
ντραπεί τώρα, βλέποντας τον
μάρτυρα να κάνει μετά τον θάνατό του έργα λαμπρότερα: «Ὣστε εἲ τις μὴ καταδέχοιτο τὴν ἀνάστασιν, λαμπρότερα τοῦ μάρτυρος μετὰ τὴν τελευτὴν ἒργα θεώμενος, αἰσχυνέσθω λοιπόν»551.
Η θεϊκή δύναμη, που ενεργεί δια των σωμάτων των αγίων μετά τον θάνατο είναι μία συνέχεια, αλλά και μία αύξηση της δύναμης, που
ενεργούσε δια των σωμάτων τους στη ζωή τους552.
Τα σώματα των
αγίων συνεχίζουν και μετά το θάνατο τους να ενεργούν μεγάλα και
θαυμαστά, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την δύναμη και την δόξα του Αγίου Θεού, που ενεργεί μέσω αυτών. Με αυτόν τον τρόπο ο φιλάνθρωπος Θεός συνεχίζει την διακονία Του προς τον άνθρωπο,
προτείνοντας του τη φιλία Του. Αυτή η φιλία με τον Θεό πραγματοποιείται δια της μίμησης των αγίων (της ζωής τους και όχι των θαυμάτων τους).
Τα άγια λείψανα πείθουν με τα
θαύματά τους τους άπιστους
πως αυτός, που ζει έν Χριστώ σώζεται και δεν θα πεθάνει εις τον αιώνα, αλλά αγιάζεται, γίνεται
κοινωνός της αγιότητας του Χριστού. Η αγιότητα του αγίου, ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος,
προεκτείνεται προς τα έξω και αγιάζει τον γύρω του κόσμο (πρόσωπα και αντικείμενα με τα οποία έρχεται σε επαφή). Τα λείψανα της
αγίας μάρτυρος Ιουλίττας αγιάζουν τον τόπο, που έχει ταφεί, στα προπύλαια του ναού της πόλεως, αλλά αγιάζουν και αυτούς, που προσέρχονται
σ΄αυτήν. Λέγει ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας: «Γῆ δὲ ἡ
κατευλογηθεῖσα τῆ ἐπιδημίᾳ τῆς μακαρίας, ἐκ τῶν οἱκείων λαγὀνων ὒδατος φύσιν
χαριεστάτην ἀνῆκεν· ὣστε τὴν μάρτυρα ἀντὶ μητρὸς γενομένην οἷόν τινι γάλακτι κοινῶ τιθηνεῖσθαι τοὺς ἐν τῆ πόλει. Τοῦτο καὶ ὑγιαίνουσι φυλακτήριον, καὶ τρυφῶσι σωφρόνως ἡδονῆς χορηγία, καὶ ἀῤῥωστοῦσι παραμυθία»553.
Ο φιλάνθρωπος Θεός δίνει στον άνθρωπο μύριες αφορμές σωτηρίας και άφησε πολλούς δρόμους, που οδηγούν στην αρετή, και ένας από αυτούς είναι τα λείψανα των αγίων. Στην
προσκύνηση και στον ασπασμό των ιερών λειψάνων ο Χριστιανός συναντά το άκτιστο και εισέρχεται εις κοινωνία αγίων, μετέχοντας στη
αγιότητα. Ο ιερός Χρυσόστομος μιλά για αυτή τη θετική και αγιαστική ατμόσφαιρα που δημιουργείται μεταξύ των ιερών λειψάνων και
πιστών που τα προσκυνούν. Λέγει ο άγιος πατήρ: «αν κάπου παρουσιασθεί μία λειψανοθήκη, αμέσως οι ψυχές αισθάνονται ολοφάνερα τις
θαυμαστές ενέργειες αυτής. Η θέα της λειψανοθήκης, ασκώντας την
επίδρασή της στην ψυχή, την καταπλήσσει και
την διεγείρει,
δημιουργώντας τη συναίσθηση ότι ο μάρτυρας, που βρίσκεται μέσα σ΄αυτήν προσεύχεται μαζί του και είναι παρών και βλέπει τα όσα γίνονται. Έτσι αυτός που δέχθηκε την επίδραση αυτή φεύγει από εκεί γεμάτος από πολλή προθυμία και γίνεται
εντελώς άλλος άνθρωπος»554.
Τα άγια λείψανα κρύβουν μέσα τους μία ελκυστική θεϊκή δύναμη, διά της οποίας ο Θεός προσεγγίζει τον άνθρωπο. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος ότι ο Θεός ρύθμισε τα
πράγματα έτσι, ώστε για να
προσελκύονται οι άνθρωποι, για να βρουν την ψυχική τους θεραπεία. Αναφέρει ο άγιος πατήρ την ελκυστική δύναμη των λείψανων του αγίου Βαβύλα, που βρίσκονταν
στη Δάφνη. Με αυτή την ελκυστική δύναμη των λειψάνων του, ο άγιος Βαβύλας κατάφερε να ανάψει την επιθυμία πολλών να
επισκεφτούν τον άγιο. Εκεί, στη Δάφνη, το κάλλος της
περιοχής προσείλκυσε πολλούς επισκέπτες για διασκέδαση. Πολλοί από αυτούς δεν
επισκέπτονταν τα λείψανα του αγίου, άλλοι από αδιαφορία και άλλοι εξ
αιτίας των κοσμικών φροντίδων. Όμως
ο άγιος «σαν να κάθεται εκεί για αλιεία και να παραμονεύει, συλλαμβάνει τους
επισκέπτες και
αφού ρυθμίζει πρώτα τη διάθεσή τους,
τους αφήνει μετά να απολαύσουν την
ομορφιά του τόπου με σεμνότητα και όχι με τρόπο αισχρό»555.
Βλέπουμε τον
παιδαγωγικό ρόλο του αγίου, που
παιδεύει και ελέγχει τον άνθρωπο. Πώς ενεργεί αυτή η ελκυστική θεϊκή δύναμη των
λειψάνων; Αντικρύζοντας ο
επισκέπτης τον ναό του αγίου μέσα του ενεργοποιείται η μνήμη του αγίου, που τον κυριεύει και τον φέρνει κοντά: «γενόμενος δὲ ὑπὸ τῆς ὂψεως εὐλαβέστερος, καὶ μακάριον
φαντασθεὶς, πρὸς τὴν λάρνακα εὐθεέως ἐπείγεται, καὶ ἑλθὼν ἐκεῖ μείζονά τε
προσλαμβάνει φόβον, καὶ πᾶσαν ὀλιγορίαν ἐκβαλὼν, καὶ γενόμενος πτηνὸς, οὓτος ἃπεισι»556.
Η χάρη και η δύναμη των λειψάνων σάν μία αύρα, που
δεν είναι αισθητή, ούτε και αυξητική των σωμάτων, αλλ΄είναι ικανή να διεισδύει στην ψυχή και να την
συγκρατεί από παντού σε μία εύσχημη κατάσταση, αφαιρώντας κάθε γήινο βάρος, αναπαύει, κάνοντας πιο ανάλαφρη αυτήν, που ήταν προηγουμένως βαρειά και με πεσμένο ηθικό: «καὶ γὰρ ὣσπερ τις αὓρα λεπτὴ τοὺς ἐν τῶ μαρτηρίῳ γενομένους
περιπνεῖ πάντοθεν, ἃυρα οὐκ αἰσθητή τις, οὐδὲ σωμάτων αὐξητικὴ, ἀλλ΄εἰς αὐτὴν ἱκανὴ διαδῦναι τὴν ψυχὴν, καὶ καταστέλλουσα πάντοθεν αὐτὴν εὐσχημόνως, καὶ πᾶν γήϊνον περικόπτουσα βάρος, ἀναπαύει τε καὶ κουφοτέραν ἐργάζεται τὴν βεβαρημένην καὶ καταπίτουσαν»557.
Tα ιερά λείψανα των
αγίων είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Δεν
δημιούργησε μόνο την κτίση για τον
άνθρωπο, δεν χάρισε μόνο τη γη για
κατοικία και έδωσε για διατροφή και συντήρηση του σώματος του ανθρώπου μόνο όλα τα προϊόντα της
γης, αλλά χάρισε στον άνθρωπο και
τα λείψανα των αγίων μαρτύρων. Οι άγιοι δωρίζουν τους
εαυτούς τους στο Θεό ολοκληρωτικά, ψυχή και σώμα. Ο Θεός από τη
φιλανθρωπία Του μοιράζεται αυτό το δώρα με τον άνθρωπο. Παίρνει Αυτός τις ψυχές των αγίων «οι ψυχές των αγίων βρίσκονται στα χέρια του Θεού»558 και αφήνει στον άνθρωπο,
σ΄εμάς μεγάλη παρηγοριά και ενίσχυση τα σώματα αυτών, ώστε ερχόμενοι στους τάφους αυτών των αγίων, να διεγειρόμαστε σε ζήλο και μίμηση αυτών: «ἀλλὰ καὶ τῶν ἁγίων μαρτύρων ἡμῖν τὰ λείψανα κεχάρισται, καὶ τὰς τὰς ψυχὰς αὐτὸς λαβών, “δικαίων γάρ, φησί, ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ”, τὰ σώματα ἡμῖν τέως κατέλιπεν ἱκανὴν παράκλησιν καὶ παραμυθίαν ἳνα παρὰ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων τούτων γινόμενοι, εἰς ζῆλον καὶ μίμησιν
διεγειρώμεθα καὶ διὰ τῆς ὂψεως ὑπόμνησιν λαμβάνωμεν τῶν αὐτοῖς κατορθωμένων καὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κατορθώμασιν ἀμοιβῶν τῶν ἀποικειμένων»559.
Παρ΄όλο, που τα
ιερά λείψανα των αγίων
προεικονίζουν την ανάσταση, οι άγιοι «δεν πέτυχαν ακόμη την ανάσταση». Λέγει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «δεν την πέτυχαν ακόμη μέχρι τώρα για΄σένα και τη δική σου ωφέλεια, για
να παρακινηθείς και συ
να βαδίσεις τον ίδιο δρόμο έχοντάς στο νου
σου εκείνον τον
αθλητή… εάν όμως ο Θεός τους άρπαζε τώρα από ανάμεσά μας, θα
αφαιρούσε από μάς μεγάλη βοήθεια και
παρηγοριά»560.
Τα λείψανα των
αγίων είναι «θησαυρός μυρίων αγαθών»561 για τον άνθρωπο, που το κληρονόμησε ως δώρο Θεού. Ο Θεός μοιράσθηκε με μας τους μάρτυρές Του, παίρνοντας Εκείνος τις
ψυχές, και τα σώματα κατά κάποιον τρόπο τα έδωσε σ’ εμάς «για να έχουμε διαρκώς ως υπόμνηση της αρετής τα άγια οστά τους», για να διεγείρει την προθυμία προς τον
ίδιο αγώνα: «Διὰ τοῦτο παρακατέθετο ἡμῖν τὰ σώματα τῶν ἁγίων ὁ Θεὸς ἓως τοῦ καιροῦ τῆς ἀναστάσεως, ἳνα ἒχωμεν ὑπόθεσιν φιλοσοφίας μεγίστης»562.
Οι άγιοι μέσω των ιερών τους
λειψάνων έγιναν οι πειστικότατοι και τέλειοι Διδάσκαλοι. Η διδασκαλία τους είναι απλή και αποτελεσματική, είναι εν Αγίω Πνέυματι. Ο
τρόπος διδασκαλίας είναι πειστικός, διδασκόμενος από τον Τέλειο Διδάσκαλο Χριστό· «έρχου και ἳδε».Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο οι άγιοι διδάσκουν τόσο με τον λόγο (ομολογία πίστεως) όσο με τις πράξεις.
Μαρτυρία των πράξεών τους είναι τα άγια τους
λείψανα, που εν σιωπή διδάσκουν
πειστικότερα από κάθε λόγο: «οὐδὲ γὰρ οὓτω λόγος παιδεῦσαι δύναται καὶ πρὸς φιλοσοφίαν ἐναγαγεῖν καὶ τὴν τῶν παρόντων ὑπεροψίαν ὡς τὰ πάθη τῶν μαρτύρων σάλπιγγος
λαμπροτέραν ἀφιέντα φωνὴν καὶ πᾶσι διὰ τῶν παργμάτων δεικνύντα τῆς ἀμοιβῆς τῶν ἐνταῦθα πόνων τὸ μέγεθος καὶ τῆς ἀντιδόσεως τὴν ὑπερβολήν»563. Η ανωτερότητα της σιωπής του λόγου των αγίων είναι εμφανής. Ο άγιος, μέσα στη μεγάλη σιωπή του, παιδαγωγεί κατά άριστο τρόπο τον άνθρωπο, που με την εικόνα του αγίου, που είναι τυπωμένη μέσα του και με τη μνήμη όλων των κατορθωμάτων του, καταλαβαίνει καλύτερα τα
αμαρτήματά του και την φτώχεια του. Λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Πολλάκις γοῦν ἡμῶν ἀπειλούντων,
κολακευόντων, φοβούντων, προτρεπόντων, οὐ τοσαύτην ἐδέξασθε προθυμίαν εἰς εὐχὴν, οὐδὲ διηγέρθητε΄εἰς δὲ μαρτυρίον απελθόντες, οὐδενὸς συμβουλεύοντος, ταὸν τάφον μόνον ἰδόντες, τῶν ἁγίων πολλὰς ἐξεχέατε δακρύων πηγὰς, καὶ διεθερμάνθητε ἐν ταῖς εὐχαῖς. Καίτοι γε ἄφωνος ὁ μάρτυς κεῖται ἐν πολλῇ τῇ σιγῇ»564.
Αυτή η θεϊκή δύναμη, που
ακτινοβολεί από τα ιερά λείψανα, παρέχει μεγάλη ευλογία στους
προστρέχοντας σ΄αυτά. Είναι γνωστή η θαυματουργή και ιαματική δύναμη των λειψάνων. Τα σώματα των
αγίων είναι ο άγιος και
Χριστοφόρος ναός, που επιβάλλει τιμή και σεβασμό. Τα θηρία σεβάσθηκαν το άγιο σώμα του Δανιήλ565. Οι τρεις παίδες έγιναν σεβαστοί από τη φωτιά. Μάλλον η φωτιά έγινε βοηθός των νέων, έγινε τοίχος, η φλόγα έγινε στολή και η κάμινος πηγή, σεβάσθηκε την
ευσέβειά τους, και τα σώματά τους δεν έπαθαν τίποτε. Το
θαυμαστό και παράδοξο είναι ότι δεν έπαθαν τίποτα ούτε τα ενδύματα, ούτε τα υποδήματα τους. Η χάρη και η δύναμη των
αγίων επεκτείνεται και στα αντικείμενά τους, όπως συνέβη στην
περίπτωση των αποστόλων: «τὰ ἱμάτια Παύλου νοσήματα καὶ δαίμονας ἢλαυνε, καὶ αἱ σκιαὶ Πέτρου θάνατον ἐφυγάδευον».566 Για να κατανοήσουμε την μετάδοση της θείας χάρης από τα άγια σώματα των
αγίων στα προσωπικά τους αντικείμενα και έν συνεχεία στούς θεοφοβούμενους
ανθρώπους, ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει την χάρη με τα
νερά των πηγών, που αναβλύζουν και πλημμυρίζουν, τρέχουν προς
τα έξω: «Καθάπερ γὰρ τὰ νάματα τῶν πηγῶν βρύοντα, οὐκ εἲσω τῶν οἰκείων κόλπων κατέχεται, ἀλλ΄ὑπερβλύζει καὶ ὑπερχεῖται, οὓτω δὴ καὶ ἡ τοὺ Πνεύματος χάρις ἡ τοῖς ὀστέοις παρακαθημένη καὶ τοῖς ἁγίοις συνοικοῦσα, καὶ εἰς ἑτέρους πρόεισι τοὺς μετὰ πίστεως ἐφεπομένους αὐτῇ (την
λειψανοθήκη), καὶ ἀπὸ ψυχῆς εἰς σώματα, καὶ ἀπὸ τὰ σώματα εἰς ἱμάτια, καὶ ἀπὸ ἱματίων εἰς ὑποδήματα, καὶ ὰπὸ ὑποδημάτων εἰς σκιὰς ἐκτρέχει»567. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος διά της επέκτασής της
καθιστά πνευματοφόρα τα πράγματα, στα
οποία ενοικεί και ενεργεί τα θαύματα. Αυτή την αντίληψη εκφράζει και ο Χρυσόστομος που καταλήγει: «Διά τοι τοῦτο οὐ τὰ σώματα ἐνήργει μόνον τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τὰ σουδάρια καὶ τὰ σιμικίνθια, καὶ οὐ τὰ σουδάρια μόνον καὶ τὰ σιμικίνθια, ἀλλὰ καὶ αἱ σκιαὶ τοῦ Πέτρου τῶν ζώντων δυνατώτερα εἰργάζοντο. Ἤδη που καὶ μηλωτὴ κατενεχθεῖσα ἐπὶ τὸ σῶμα τοῦ Ὲλισσαίου διπλοῦν αὐτῶ χάρισμα κατήγαγεν΄οὐ γὰρ τὸ σῶμα Ἐλισσαίου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἱμάτιον ἐκεῖνο τῆς χάριτος ἦν ἐμπεπλησμένον»568. Έτσι «εξηγείται» το πώς, και από πού κατέχουν αυτή τη θαυματουργική και ιαματική δύναμη τα ιερά λειψάνων (προσωπικά αντικείμενα των
αγίων).
Παρομοιάζει ο ιερός Χρυσόστομος τα
λείψανα των αγίων με τις φυτεμένες ρίζες των δένδρων κάτω στη γη,
τα κλαδιά των οποίων υψώνονται
στον ουρανό και παράγουν θαυμαστούς καρπούς. Ο καρπός τους είναι άλλης φύσεως, είναι «θεραπεία σωμάτων
καταλογισμένων και συγχώρηση αμαρτημάτων, κατάργηση της
κακίας, θεραπεία νοσημάτων της
ψυχής, προσευχή αδιάκοπη,
παρρησία προς το
Θεό»569. Αυτούς τους καρπούς η φθορά δεν τους πλησιάζει, είναι αξόδευτοι και πνευματικοί. Αναφερόμενος στα
θαύματα του λειψάνου του αγίου Ιουλιανού, ο Χρυσόστομος γράφει: «Πόσοι λοιπόν, από τότε, που
φυτεύτηκε το σώμα αυτό στη γη,
τρύγησαν άπειρες θεραπείες από την αγία Αυτή λειψανοθήκη, και δεν τελείωσε ο καρπός· θέρισαν τα σπαρτά και δεν δαπανήθηκαν τα
στάχυα· άντλησαν τις πηγές και δεν στέρεψαν τα νάματα, αλλ΄υπάρχει μία κάποια συνεχής ροή, που δεν σταματά ποτέ, αλλά πάντοτε
αναβλύζει κατά τρόπο
θαυματουργικό περισσότερο από εκείνο που αδειάζει»570.
Πραγματικά ανεξάντλητος πηγή ιαμάτων και αξόδευτος
θησαυρός είναι τα λείψανα των
αγίων. Σε σύγκριση με τους θησαυρούς από χρήματα, που εγκυμονούν πολλούς κινδύνους σ΄εκείνους που
τους βρίσκουν και όταν διαιρεθούν σε πολλά μέρη γίνονται λιγότεροι με
τη διανομή τους, οι
πνευματικοί θησαυροί των τάφων των αγίων και των λειψάνων παρέχουν μεγάλη ασφάλεια και
δεν λιγοστεύουν με τη διανομή, διότι, λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Τοιαύτη γὰρ τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ἡ φύσις· αὒξεται τῆ διανομῆ, καὶ πλείων γίνεται τῆ διαιρέσει»571.
Από την αρχή τα λείψανα των
αγίων τιμήθηκαν από
τους Χριστιανούς. Από τη Αγία Γραφεί μαθαίνουμε ότι οι Χριστιανοί αυτόπτες μάρτυρες του μαρτυρίου του πρωτομάρτυρα αρχιδιάκονου Στεφάνου έσπευσαν να μαζεύσουν τα ιερά του λείψανα. Ο Ευσέβιος
Καισαρείας μας πληροφορεί ότι μετά το θάνατο του αγίου Πολυκάρπου οι Χριστιανοί μάζευαν «τά τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ»572.
Αυτόν τον θησαυρό των Χριστιανών οι εθνικοί ήθελαν να τον λιγοστεύουν και να τον εξαφανίζουν. Η ευλαβική συλλογή των ιερών λειψάνων των
μαρτύρων από τους Χριστιανούς ανάγκασε τον Διοκλητιανό να διατάξει να ρίχνουν τα λείψανα στη θάλασσα573.
Υπήρχε η πίστη των Χριστιανών ότι τα ζωντανά σώματα των μαρτύρων έχουν ποικίλες υπερφυσικές δυνάμεις. Το
γεγονός ότι σε πολλούς αγίους τα σώματά τους δεν έπαθαν καμία βλάβη κατά τη διάρκεια του
μαρτυρίου, όπως στην περίπτωση του αγίου Πολυκάρπου, του οποίου σώμα δεν καιγόταν από τη φωτιά, κ.τ.λ.
τους έκανε να πιστεύουν ότι η δύναμη που είχαν οι μάρτυρες ζωντανοί διατηρούνταν και στα
λείψανά τους. Χριστοφόρα και πνευματοφόρα τα ιερά λείψανα παρέχουν μεγάλη ευλογία. Αυτός είναι ο πλούτος τους
και με την θεϊκή δύναμη, που έχουν μπορούν να διενεργούνται θαύματα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος
ονομάζει τα λείψανα «μέγιστα τοῦ Θεοῦ δῶρα καὶ ἀγαθῶν θησαυρούς». Είναι «πηγαὶ ναμάτων πνευματικῶν καὶ θησαυροὶ περιουσίας ἀνάλωτοι» και «ποταμοὶ χαρισμάτων». Την
ανεκτίμητη αξία των ιερών λειψάνων, σε σύγκριση με
τα πλούτη της γης και του χρυσού, εκφράζει ο ίδιος πατήρ στον Λόγο του στην αγία Δροσίδα «Ὃσα γὰρ οὐκ ἰσχύει πλοῦτος καὶ χρυσίον, τοσαῦτα ἰσχύει μαρτύρων λείψανα. Χρυσίον μὲν γὰρ οὒτε νόσον ὰπήλασε πώποτε, οὒτε θάνατον ἐφυγάδευσε, Μαρτύρων δὲ ὀστᾶ ἀμφότερα ταῦτα εἰργάσατο»574.
Τα λείψανα του προφήτου Ελισσαίου ανέστησαν έναν νεκρό: «Καὶ ἐγένετο, αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἂνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν ἐκ Μωὰβ μονόζωνον καὶ ἒρριψαν τὸν ἂνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἐλισσαιὲ καὶ ἐπορεύθη καὶ ἣψατο τῶν ὀστέων Ἐλισσαιὲ καὶ ἒζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ»575.
Η Αγία Γραφή μας δίνει διάφορες πληροφορίες για τις θαυμαστές θεραπείες εκείνων, που
ακούμπησαν τα ιμάτια του Σωτήρος Χριστού576. Βεβαίως, ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που έγινε Άνθρωπος για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος σώζεται δια της
πίστεως είς Αυτόν και διά της μιμήσεώς Του. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», λέει ο Κύριος, «τὰ ἒργα, ἃ ἐγὼ ποιῶ, κἀκεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει»577. Οι άγιοι πίστεψαν εις
Αυτόν και έλαβαν αυτή την θεϊκή δύναμη να
επιτελούν τα έργα, τα οποία επιτέλεσε ο Κύριος και μεγαλύτερα από αυτά. Τα λεγόμενα του
Χριστού επιβεβαιώνονται από τα σημεία και τέρατα, που γίνονταν «διά τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων». Ο απόστολος Πέτρος θεράπευε τους ασθενείς με τη σκιά του578
και ο απόστολος Παύλος με τα σουδάρια και σιμικίνθια θεράπευε και έβγαζε τα δαιμόνια 579. Εάν η σκιά και όλα αυτά τα προσωπικά αντικείμενα των αγίων αξιώνονται τόσης χάριτος παρά Θεού, πόσης άραγε χάριτος έχουν αξιωθεί τα σώματα και τα λείψανα των Αποστόλων, Μαρτύρων και όλων των Αγίων.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, κατηγορώντας τον
ασεβή βασιλέα Ιουλιανό τον Παραβάτη για τη αναβίωση της ειδωλολατρίας, τον διαβεβαιώνει ότι η μάχη του εναντίον των
Χριστιανών στρέφεται εναντίον «της θυσίας του Χριστού και της
αναστάσεως» και γίνεται «χριστοκτόνος». Λέει ο άγιος «Οὐκ ᾐδέσθης τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ σφάγια; Οὐδὲ ἐφοβήθης τοὺς μεγάλους ἀγωνιστάς, τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνον, τὸν Πέτρον, τὸν Παῦλον, τὸν Ἰάκωβον, τὸν Στέφανον, τὸν Λουκᾶν, τὸν Ἀνδρέαν, τὴν Θέκλαν, τοὺς ἐπ΄ἐκείνοις τε καὶ πρὸ ἐκείνων τῆς ἀληθείας προκινδυνεύσαντας; οἳ πυρὶ καὶ σιδήρῳ καὶ θηρσὶ καὶ τυράννοις προθύμως ἀντηγωνίσαντο, καὶ παροῦσι κακοῖς καὶ ἀπειλουμένοις, ὣσπερ ἐν ἀλλοτρίοις σώμασιν ἢ ἀσώματοι; τίνος ἓνεκεν; ἳνα μὴ προδῶσι μηδὲ μέχρι ρήματος τὴν εὐσέβειαν. Ὦν αἱ μεγάλαι τιμαὶ καὶ πανηγύρεις παρ’ὧν δαίμονες ἐλαύνονται καὶ νόσοι θεραπεύονται· ὧν αἱ ἐπιφάνειαι καὶ ὧν αἱ προῤῥήσεις΄ ὧν τὰ σώματα μόνον ἲσα δύνανται ταῖς ἁγίαις ψυχαῖς, ἢ ἐπαφώμενα, ἢ τιμώμενα· ὧν καὶ ρανίδες αἳματος μόνον καὶ μικρά σύμβολα πάθους, ἲσα δρῶσι τοῖς σώμασι»580. Ο ίδιος άγιος πατήρ εγκωμιάζοντας την
αρετή, στο «Περἰ ἀρετῆς» ποίημα, καμαρώνει τα θαύματα των
αγίων, των «ἀθλητῶν τῶν ἐμῶν» λέγοντας:
«Τί δ΄εἰ λέγοιμι καὶ νόσων καὶ δαιμόνων
Κάθαρσιν ἒνθεν ἂπιστον, ὰρχι σημάτων,
ἃ σωμάτων ποτ’ ἠξιώθη τιμίων,
ἀντιστατούντων πνευμάτων ἐπιδρομαῖς»581;
Μεγάλη ευλογία παρέχουν τα λείψανα των αγίων. Στο καθημερινό πόλεμο εναντίον των αοράτων εχθρών ο τάφος των μαρτύρων και τα λείψανα των αγίων υπηρετούν τους πιστούς ως «σκηνὴ στρατιωτική»582, όπου προστρέχουν για
τα απαραίτητα όπλα. Εκεί διδάσκονται τον τρόπο μάχης και «τὰς τῶν ἀοράτων δαιμόνων ἐπιβουλάς,και πᾶσαν τοῦ διαβόλου μεθοδείαν ἀνατρέπουσι τε καὶ διαλύουσιν οὓτως εὐκόλως»583.
Τα άγια λείψανα παρέχουν μεγάλη ασφάλεια και
προστασία. Παρομοιάζει ο ιερός Χρυσόστομος τα σώματα των
αγίων με τα τείχη μίας πόλης. Όμως σε σύγκριση με τα τείχη προστασίας μίας πόλης, τα τείχη των
λειψάνων είναι ακαταμάχητα, διότι, «ὃταν δὲ ἁγίων σώμασι πόλις τειχίζηται, κἂν μυρία ἐκεῖνοι (οι
εχθροί) δαπανῶσι χρήματα, τοιοῦτόν τι ἀντιστῆσαι μηχάνημα ταῖς ἐχούσαις αὐτοὺς πόλεσιν οὐ δυνήσονται»584 .Τα άγια λείψανα είναι ικανά να μας
προστατεύουν όχι μόνο από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς αλλά και από τη οργή του Κυρίου· «οὐ πρὸς ἀνθρώπων δὲ ἐπιβουλὰς μόνον, οὐδὲ πρὸς κακουργίας δαιμόνων τοῦτο ἡμῖν χρήσιμον τὸ κτῆμα, ἀγαπητέ, ἀλλὰ κἂν ὁ κοινὸς ἡμῖν ὀργίζηται Δεσπότης διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων, δυνησόμεθα ταῦτα προβαλλόμενοι τὰ σὠματα, ταχέως αὐτὸν ἳλεων ποιῆσαι τῆ πόλει»585. Επιχειρεί τα λεγόμενά του με παραδείγματα από την Αγία Γραφή, επιβεβαιώνοντας την παρρησία και την αποτελεσματικότητα
μεσιτείας των αγίων στο Θεό: «Εἰ γὰρ οἱ τὰ μεγάλα κατωρθωκότες ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων, ὀνόματα προβαλλόμενοι ἁγίων ἀνδρῶν, καὶ ἐπὶ τὴν προσηγορίαν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καταφεύγοντες, ἒτυχόν τινος παραμυθίας καὶ μεγάλην ἀπὸ τῆς μνήμης τῶν ὀνομάτων τούτων ἐκαρποῦντο τὴν ὠφέλειαν,
πολλῶ μᾶλλον ἡμεῖς , ὃταν μὴ ὀνόματα μόνον προβαλλόμενοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἀθλήσαντα σώματα,
δυνησόμεθα τὸν Θεὸν ἳλεων ἒχειν καὶ ἣμερον καὶ προσηνῆ»586.
Τα λείψανα των
αγίων κρύβουν μέσα τους μία θεϊκή δύναμη «τὰ ὀστᾶ τῶν μαρτύρων πολλὴν ἒχει τὴν ἰσχύν»587, η οποία μεταδίδεται σ΄αυτούς, που τα ασπάζονται με πίστη και φόβο Θεού, διότι «ὁ ἁψάμενος ὀστέων μάρτυρος λαμβάνει τινά μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τῶ σώματι παρεδρεούσης χάριτος»588.
Οι προσερχόμενοι με πίστη και ευλάβεια στα ιερά λείψανα των
αγίων παίρνουν την ευλογία και τη χάρη του αγίου που μπορεί να
απελευθερώσει ακόμη και τον πάσχοντα από οποιαδήποτε ασθένεια. Γι΄αυτό συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος: «…παράμεινε τῶ τάφῳ τοῦ μάρτυρος…ἆρον εὐλογίαν ὰπὸ τοῦ τάφου…περιπλάκηθι τὴν σορόν, προσηλώθητι τῆ λὰρνακι· οὐχὶ τὰ ὀστᾶ μόνον τῶν μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν, καὶ αἱ λάρνακες πολλὴν βρύουσιν εὐλογίαν. Λάβε ἔλαιον ἃγιον, καὶ κατάχρισόν σου ὃλον τὸ σῶμα…τὸ γὰρ ἒλαιον…περιγίνεται τῶν νοσημάτων»589,
«διά τοῦτο καί τα σώματα αὐτῶν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ ἀγαθὸς δεσπότης, ἳν΄ ἐνταῦθα παραγενόμενοι καὶ τῆ τῆς ψυχής διαθέσει ταῦτα περιπτυσσόμενοι μεγίστην ἐντεῦθεν λαμβάνωμεν τὴν ἰατρείαν και τῶν ψυχικῶν και τῶν σωματικῶν ἀρρωστημάτων»590.
Αλλά όχι μόνο διότι τα λείψανα των
αγίων μας προστατεύουν από τα δαιμόνια, που ούτε καν
μπορούν να τα πλησιάζουν: «τῶν λειψάνων φερομένων ἐμπρησμοί δαιμόνων, ὀλολυγαί και
κωκυτοί πανταχόθεν ἢροντο, τῆς ἀκτῖνος τῶν ὀστῶν ἐκπηδώσης, καὶ τὴν φάλαγγα τῶν ἀντικειμένων
κατακαιούσης δυνάμεων»591. Τόση δυνατή είναι η λάμψη της χάριτος των ιερών λειψάνων που
τυφλώνουν τελείως τα μάτια του
διαβόλου: «Ἀκτῖνα μὲν γὰρ βλέποντες ἡλιακήν, οὐδὲν πάσχουσι δαίμονες· τὴν δὲ ἐντεῦθεν (από τα λείψανα) ἐκπηδῶσαν λαμπηδόνα μὴ φέροντες, ἀποτυφλοῦνται καὶ δραπετεύουσι καὶ ἐκ πολλοῦ φεύγουσι τοῦ διαστήματος·
τοσαύτη καὶ τῆς τέφρας τῶν ἁγίων ἡ δύναμις, οὐκ ἒνδον ἐγκαθημένη μόνον ἐν τοῖς λειψάνοις, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω προϊοῦσα καὶ τὰς ἀκαθάρτους ἀπελαύνουσα δυνάμεις, καὶ τοὺς μετὰ πίστεως προσιόντας μετὰ πολλῆς ἁγιάζουσα τῆς περιουσίας»592.
Τα ιερά λείψανα φοβερίζουν τους
δαίμονες και τους
εμποδίζουν στις ενέργειές τους. Οι
ίδιοι οι δαίμονες αναγνωρίζουν αυτή τη δύναμητων αγίων. Μία τέτοια
μαρτυρία μας δίνει ο ίδιος πατήρ, αναφερόμενος στα
λείψανα του αγίου Βαβύλα.
Συγκεκριμένα γράφει, ότι από τότε που τα
λείψανα του αγίου μάρτυρος Βαβύλα μεταφέρθηκαν στη
Δάφνη τηςΑντιοχείας, δίπλα στο ναό του Απόλλωνα, ο
Απόλλων έπαυσε να παρέχει χρησμούς. Όταν ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Αποστάτης ζήτησε χρησμό, ο Απόλλων ομολόγησε την αιτία της σιωπής: «ὁ δαίμων παρὰ τοῦ βασιλέως ἀξιούμενος
μαντεύεσθαι, εἶπε τοῦτο μὴ δύνασθαι
ποιεῖν, ἓως ἂν αὐτοῦ τὸν μακάριον ἀποστήσῃ τις Βαβύλαν»593.
Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε να μεταφερθεί το ιερό λείψανο του αγίου Βαβύλα, για να ελευθερωθεί οΑπόλλων. Από εδώ συμπεραίνει: «Ὁ πάντας πανταχοῦ πρότερον ἀπατῶν (δαίμων), οὐδὲ πρὸς τὴν κόνιν ἐτόλμησε ἀντιβλέψαι τοῦ μακαρίου Βαβύλα. Τοιαύτη τῶν ἁγίων ἡ δύναμις, ὧν ζώντων οὐδὲ τὰς σκιάς φέρουσιν (οἱ δαίμονες) οὐδὲ τὰ ἱμάτια, τελευτησάντων δὲ καὶ τὰς λάρνακας τρέμουσι».
2. Ο τεμαχισμός και η μετακομιδή των ιερών λειψάνων
Από τη αρχή της εμφάνισης της
τιμής των ιερών λειψάνων, χαρακτηρισμένα «τιμιώτερα λίθων
πολυτελῶν», οι
Χριστιανοί κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να αποκτήσουν αυτά πρώτα από τα χέρια των διωκτών και στη συνέχεια για
να τα εκθέτουν «ἐν τόπῳ ἐπιτηδείῳ», όπου και γίνονταν
αντικείμενο ιδιαίτερης τιμής. Η μεγάλη αναζήτηση των
ιερών λειψάνων δικαιολογείται από τη πίστη ότι τα σώματα των μαρτύρων και λίγο αργότερα όλων των αγίων κατέχουν μία ιδιαίτερη υπερφυσική δύναμη,
δηλαδή την θεία χάρη, και ότι παρέχουν μεγάλη ευλογία και
αγιασμό σ΄αυτούς, που τα τιμούν με πίστη και φόβο Θεού.
Από υπερβολική ευλάβεια επικράτησε από τα πρώτα χρόνια η συνήθεια του τεμαχισμού των λειψάνων. Ήδη από την περίοδο των διωγμών πολλά από τα σώματα των
αγίων μαρτύρων ήταν κομματιασμένα είτε από τους δήμιους, είτε από τα θηρία. Υπήρξαν περιπτώσεις, που μόνο σταγόνες αίματος και
σκόνη λειψάνων έμειναν από τους μάρτυρες,
που κάηκαν. Όμως, οι
Χριστιανοί πίστευαν, όπως παρατηρεί ο Γρηγόριος ο
Θεολόγος, ότι και «ρανίδες αἳματος μόνον καὶ μικρὰ σύμβολα πάθους ἲσα δρῶσι τοῖς σώμασιν»595 και παρέχουν προστασία και
ευλογία. Η αυξανόμενη επιθυμία για
χριστιανικά φυλακτήρια συνέβαλε στον
τεμαχισμό των αγίων λειψάνων. Ο τεμαχισμός (των λειψάνων) δεν
τα έβλαψε την αξία τους, ούτε προς
την τιμή, ούτε προς τη δύναμη. Παρ’όλο που το λείψανο ενός αγίου τεμαχίζεται, σε κάθε τεμάχιο διασώζεται ολόκληρος ο άγιος, χωρίς να χαθεί ἢ να μειωθεί η δύναμή του με το
διαμελισμό. Τα λείψανα των αγίων είναι το δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους για να κοινωνούν την αγιότητά Του μέσω αυτών. Ο
τεμαχισμός των ιερών λειψάνων και η ατεμάχιστη θεϊκή δύναμη, που διασώζεται σε κάθε μικρό κομμάτι λείψανο μας στέλνει στην
πραγματικότητα «τοῦ μελιζομένου καὶ μὴ διαιρουμένου, τοῦ ἐσθιομένου καὶ μηδέποτε
δαπανουμένου», του
Αμνού του Θεού της θείας
λειτουργίας που αγιάζει τους μετάσχοντας.
Κατά τον ίδιο τρόπο κάθε μικρό κομμάτι λείψανο αγιάζει τον «ἁψάμενον ὀστέων»596, ξέροντας ότι:
«Ὡς καὶ κόνιν βραχεῖαν, ἢ τι λείψανον
Ὀστῶν παλαιῶν, ἢ τριχῶν μικρὸν μέρος,
Ἢ καὶ ρακώματ΄, ἢ τι καὶ ραντισμάτων
Σημεῖον, ὰρκεῖν εἰς ὃλου τημήν ποτε»597.
Αυτή την αντίληψη, που φαίνεται ότι δικαιολογεί θεολογικά απόλυτα τον διαμελισμό των λειψάνων την
συναντάμε και σε άλλους Πατέρες. Ο Μέγας Βασίλειος στην ομιλία του Εἰς τους ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες γράφει: «Ἐὰν εἰς ἑκατὸν αὐτοὺς διέλῃς , τὸν οἰκεῖον ἀριθμὸν οὐκ ἐκβαίνουσιν, ἐὰν εἰς ἓν συναγάγῃς , τεσσαράκοντα καὶ οὓτω μένουσι, κατὰ τὴν τοῦ πυρὸς φύσιν. Καὶ γὰρ ἐκεῖνο καὶ πρὸς τὸν ἐξάπτοντα μεταβαίνει καὶ ὃλον ἐστὶ παρὰ τῶ ἒχοντι· καὶ οἱ τεσσαράκοντα , καὶ πάντες εἰσὶν ὁμοῦ, καὶ καὶ πάντες εἰσὶ παρ’ἑκάστῳ»598.
Ίδια είναι η τοποθέτηση του
Θεοδωρήτου Κύρου: «μερισθέντος τοῦ σώματος ἀμέριστος ἡ χάρις μεμένηκε. Καὶ τὸ σμικρὸν ἐκεῖνο καὶ βραχύτατον λείψανον τὴν ἴσην δύναμιν ἒχει τῷ μηδαμῆ διατμηθέντι μάρτυρι»599.
Η τιμή, την οποία απέδιδαν οι Χριστιανοί σε τεμάχια ιερών λειψάνων, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην Κύρο μία αποστολή ιερών λειψάνων του αγίου Ιωάννου του Προδόμου, άλλων προφητών και αποστόλων, έγινε δεκτή από τον επίσκοπο και τον λαό της πόλεως καιτης
υπαίθρου «ἐν Δαυϊτικῆ χορείᾳ»600.
Πολλοί Χριστιανοί, διερωτώμενοι εάν τα τεμάχια λειψάνων είναι γνήσια, δίστασαν να
τα προσκυνούν, μέχρι να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους. Π.χ. η γνησιότητα των λειψάνων του
Προδρόμου επιβεβαιώνεται από τον ίδιο, που φανερώνεται σε όνειρο στον
ασκητή Ιάκωβο601.
Tα λείψανα των αγίων είναι διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο. Ο Μέγας Βασίλειος στην ομιλία του στους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, αναφέρει ότι αυτοί «τῶ πυρί παρεδόθησαν» και η τέφρα τους σκορπίσθηκε στον ποταμό, αλλά «οὗτοι…τὴν καθ΄ἡμᾶς χώραν διαλαβόντες» καθίστανται πύργοι ὰμυνας κατά των επιθέσεων του εχθρού. Δεν περικλείονται σε ένα τόπο μόνο, αλλά πολλοί τόποι τους προσφέρουν φιλοξενία και τους
αποδίδουν τιμή602. Ο αδελφός του, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, περιγράφει τον θάνατο των
αγίων κατ’αυτόν τον τρόπο: «Ἐφλέχθη τὰ σώματα καὶ τὸ πῦρ αὐτὰ διεδέξατο. Τὴν δὲ κόνιν ἐκείνην, καὶ τῆς καμίνου τὰ λείψανα ὁ κόσμος ἐμερίσθη· καὶ πᾶσα γῆ σχεδὸν τοῖς ἁγιάσμασι τούτοις εὐλογεῖται. Ἒχω κἀγὼ μερίδα τοῦ δώρου, καὶ τῶν ἐμῶν πατέρων τὰ σώματα τοῖς τῶν στρατιωτῶν παρεθέμην λειψάνοις· ἳνα ἐν τῶ καιρῶ τῆς ἀναστάσεως μετὰ τῶν εὐπαῤῥησιάτων βοηθῶν ἐγερθῶσιν»603.
Παρατηρούμε, ότι ο τεμαχισμός των ιερών λειψάνων συνετέλεσε τα μέγιστα στην εξάπλωση της τιμής των αγίων, που από μία τοπική εκδήλωση εξελίχθηκε σε μία οικουμενική πανδημία. Η φήμη ενός αγίου ξεπερνά το σύνορα της
τοπικής κοινωνίας λόγω των ετήσιων εορτών, οι οποίες προσελκύουν πλήθος κόσμου από τις γύρω περιοχές. Σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν οι
επίσκοποι των τοπικών εκκλησιών, που οι ίδιοι ασχολούνταν με
την διοργάνωση των
πανηγύρεων, στις οποίες καλούσαν τους
θρησκευτικούς ηγέτες των γειτονικών τοπικών εκκλησιών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών, όλο και περισσότερο πιο θερμές, οδήγησαν στη κατοχύρωση της συνείδησηςτης
ενότητας της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η συνείδηση ότι ο
θησαυρός μίας τοπικής Εκκλησίας, οι άγιοι και
τα λείψανά τους, αποτελεί κοινή περιουσία και δόξα της
Εκκλησίας του Χριστού, συνέβαλε στη
εξάπλωση της τιμής των αγίων. Έτσι, προέκυψαν ανταλλαγές ιερών λειψάνων μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών και παρουσιάζεται τον τέταρτο αιώνα η ραγδαία ανάπτυξη του εορτολογίου604. Όμως, η συνήθεια του
διαμελισμού των λειψάνων έγινε δυστυχώς και αιτία υπερβολών και καταχρήσεων. Η
κατάχρηση έφτασε στο σημείο να ενθαρρυνθεί το
λειψανοεμπόριο και οι
απατεώνες να εκμεταλλεύονται την ευσέβεια των πιστών605.
Η μετακομιδή των ιερών λειψάνων γινόταν υπό την
εποπτεία του κάθε επισκόπου μίας τοπικής Εκκλησίας. Παρατηρούμε ότι ένας τρόπος ασφαλοῦς διακίνησης των ιερών λειψάνων είναι να συνοδεύονται τα τεμάχια των
λειψάνων από λεπτομερέστατα
ιστορικά στοιχεία από τον ίδιο τον οικείο επίσκοπο. Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, απαντώντας στο αίτημα του
αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων,
σχετικά με τα λείψανα του Αγίου Διονυσίου, που έχει ταφεί στην Καππαδοκία, έπραξε κατά τον ίδιο τρόπο606.
Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., ο Χριστιανισμός άνθησε και οι Χριστιανοί μπορούσαν να
τιμούν τους αγίους τους, προς δόξαν Θεού, ελεύθερα, όχι κρυμμένοι σε κατακόμβες, αλλά σε μεγαλοπρεπείς ναούς, κτισμένους εἰς τιμήν τους. Για μία καλύτερη διαφύλαξη των ιερών λειψάνων, και ευκολότερη πρόσβαση των
τιμώντων σ’αυτά, η Εκκλησία ξεκίνησε την μετακομιδή τους σε ασφαλέστερα μέρη, συνήθως στους
μεγάλους ναούς των σημαντικότερων πόλεων.
Η μετακομιδή λειψάνων κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ήταν πράξη ασυνήθης, διότι απαγορευόταν αυστηρά από το ρωμαϊκό νόμο. Όμως στην Ανατολή, οι Ελληνικές κοινότητες είχαν τους
δικούς τους κοινοτικούς νόμους και
δεν ήταν υποχρεωμένες να τηρούν τους ρωμαϊκούς νόμους
σχετικά με το απαραβίαστο των λειψάνων607.
Η ίδια η Αγία Γραφή μας διδάσκει την μετακομιδή των ιερών λειψάνων των αγίων. Ως προεικόνιση των επόμενων η
Παλαιά Διαθήκημας αναφέρει την
μετάθεση των οστών του Ιωσήφ από την Αίγυπτο στην
Παλαιστίνη από το Μωϋσή. Ο δίκαιος Ιωσήφ έδωσε εντολή να μεταφερθούν τα οστά του608,
σκεπτόμενος το καλό των συνανθρώπων του.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο δύο ήταν οι αιτίες της μετάθεσης των λειψάνων του: α. η
αποφυγή της θεοποιήσεώς του από τους βαρβάρους· «ἳν’ οὖν μὴ θεὸς νομήζηται μετὰ τελευτὴν διὰ τὸ τῆς εὐεργεσίας μέγεθος,τῶν βαρβάρων ἐκείνων εὐκόλως ἐξ ἀνθρώπων ποιούντων θεούς, πάσης ἀσεβείας ἀναιρῶν ὑπόθεσιν, ἐκέλευσεν ἀπενεχθῆναι οἲκαδε τα ὀστᾶ»609,και β. η παρηγοριά και η μίμηση της
υπομονής, της ελπίδας και της πίστεως του Ιωσήφ· «Ὁρῶντες γὰρ ἐκεῖνοι τὰ λείψανα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶτα ἐντεῦθεν ἀναμιμνῃσκόμενοι πρὸς ἑαυτούς ὃτι παρὰ τῶν ἀδελφῶν ἐπεβουλεύθη, ὃτι εἰς λάκκον ἐρρίφθη, ὃτι περὶ τῶν ἐσχάτων ἐκινδύνευσε, ὃτι δεσμωτήριον ὢκησε, καὶ τὰ ἂλλα δὴ πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ, εἶτα ὃτι μετ΄ἐκεῖνα πάντα βασιλεὺς ἐγένετο καὶ τῆς Αἰγύπτου πρῶτος, καὶ τοσούτων κηδεμὼν καὶ προστάτης, ἱκανὰς εἶχον ἐλπίδας ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν ἀεὶ
καταλαμβανόντων αὐτοὺς δεινῶν, παιδευόμενοι διὰ τῶν ὀστῶν τοῦ δικαίου, ὃτι οὐδεὶς τῶν ἐπὶ τὸν Θεὸν πιστευσάντων καὶ τὴν παρ΄ἐκείνου συμμαχίαν ἀναμεινάντων ἐγκατελείφθη ποτέ»610.
Ο Σωζόμενος μας πληροφορεί ότι χρονολογικά η πρώτη μετακομιδή λειψάνων είναι εκείνη του αγίου μάρτυρος Βαβύλα, στις ημέρες του Καίσαρος Γάλλου (351-354), ο οποίος το 351611 «μετέθηκεν εἰς Δάφνην τὴν λάρνακα» του Μάρτυρος612. Τα λείψανα του αγίου ιερομάρτυρος Βαβύλα μετακομίσθηκαν αργότερα, επί του Μελετίου Αντιοχείας από τη Δάφνη πέρα του ποταμού Ορόντου: «πάλιν αὐτὸν τοῦ ποταμοῦ πέραν μετέστησεν»613 στο νεόκτιστο ναό. Αργότερα στο ναό του αγίου Βαβύλα μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη και τα λείψανα του αγίου Μελετίου Αντιοχείας, που έγινε «ταχέως γείτονας καὶ ὁμόσκηνος»614
του αγίου.
Ο ιερός Χρυσόστομος μας αναφέρει πιo αναλυτικά την μετακομιδή των ιερών λειψάνων του αγίου ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, από τη Ρώμη στη Αντιόχεια. Κατά την επιστροφή των ιερών λειψάνων του αγίου όλοι οι Χριστιανοί των ενδιάμεσων πόλεων μεταξύ Ρώμης και Αντιοχείας ήταν στους δρόμους να υποδεχθούν με εγκώμια τον άγιο, που μεταφερόταν επάνω στους ώμους, ως μεγάλου αθλητή, που στεφανωμένος επιστρέφει στην πατρίδα του. Η μετακομιδή του αγίου θεωρείται έργο «τῆς τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας», διότι πολλοί απόλαυσαν τις
ευλογίες του αγίου. Με τη μετακομιδή η Ρώμη δενέχασε τίποτα διότι «ἐκείνη μὲν γὰρ αὐτοῦ στάζον τὸ αἷμα ἐδέξατο…, ἀπήλαυσαν ἐκεῖνοι τοῦ μαρτυρίου· εἶδον ἀγωνιζόμενον καὶ νικῶντα καὶ στεφανούμενον ἐκεῖνοι»615, απόλαυσαν τον άγιο οι κάτοικοι της, ενώ η Αντιόχεια, που νοσταλγούσε τον άγιο ανέλαβε την φροντίδα του για πάντα·«ὑμεῖς δὲ τῳ λειψάνῳ τετίμησθε· ἀπηλαύσατε τῆς ἐπισκοπῆς ὑμεῖς…ἒχετε διηνεκῶς αὐτὸν ὑμεῖς»616.
Μεγάλη η οικονομία του Θεού που δεν
στερεί κανέναν από τις ευλογίες των αγίων του.
Στην περίπτωση του ιερομάρτυρος Ιγνατίου «ὀλίγον ὑμῶν αὐτὸν χρόνον ἀπέστησεν ὁ Θεός, καὶ μετὰ πλείονος ὑμῖν δόξης αύτὸν ἐχαρίσατο. Καὶ καθάπερ οἱ δανειζόμενοι χρήματα μετὰ τόκων ἀποδιδόασιν ἃπερ ἂν λάβωσιν· οὓτω καὶ ὁ Θεὸς τὸν τίμιον τοῦτον θησαυρὸν παρ΄ὑμῶν ὀλίγον χρησάμενος χρόνον, καὶ τῆ πόλει δείξας ἐκείνῃ, μετὰ πλείονος ὑμῖν αὐτὸν ἀποδέδωκε τῆς λαμπρότητος»617. Στα πνευματικά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα ιερά λείψανα με την αποχώρησή τους από έναν τόπο σε άλλο, δέν εγκαταλείπουν τον
αρχικό τόπο, επειδή τον έχουν αγιάσει. Με
την μετακομιδή των ιερών λειψάνων η
Εκκλησία σκοπεύει την αύξηση της τιμής των αγίων και την
προστασία των πιστών. Λέγει ο ιερόςΧρυσόστομος για
τον άγιο Βαβύλα (τα λείψανά του)· «πάλιν εἰς τὴν πόλιν ἦγεν, ὣστε ἐν πλείονι εἶναι τιμῆ»618, «ὣστε πολλὰ τῶν χωρίων τῆς εὐωδίας ἐμπλησθῆναι τοῦ μάρτυρος»619.
Επί της
ποιμαντορίας του
Χρυσοστόμου, από το Πόντο στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκαν τα
λείψανα του αγίου μάρτυρος Φωκά620. Η μετακομιδή των λειψάνων, μας
αναφέρει ο άγιος Ιωάννης, ήταν μία λαμπρή πανήγυρη δυο
ημερών, με την παρουσία πλήθους κόσμου και των βασιλέων: «Λαμπρὰ γέγονεν ἡμῖν χθὲς ἡ πόλις, λαμπρὰ καὶ περιφανὴς…ἐπειδὴ μάρτυρα πομπεύοντα ἀπὸ Πόντου πρὸς ἡμᾶς παραγενόμενον»621.
O Μέγας Βασίλειος σε μία επιστολή, που διασώθηκε με τον αριθμό 155, σταλμένη στον ανεψιό του Junius Soranus622, αξιωματούχο, ίσως έπαρχο της βυζαντινής επαρχίας πέραν του Δούναβη, του ζητά να στέλνει στην γενέτειρά του λείψανα μαρτύρων, εφόσον εκεί ο διωγμός των Χριστιανών από τους Γότθους συνεχιζόταν: «Καλὼς δὲ ποιήσεις, ἐὰν καὶ λείψανα μαρτύρων τῆ πατρίδι ἐκπέμψῃ, εἲπερ, ὡς ἐπέστειλας ἡμῖν, ὁ ἐκεῖ διωγμὸς ποιεῖ καὶ νῦν μάρτυρας τῶ Κυρίῳ»623.
Όμως για τη μετακομιδή των λειψάνων έπρεπε να πάρει άδεια από τον επίσκοπο της τοπικής επαρχείας, δηλαδή από τον Vetranion Τόμης624. Από την επιστολή 164 του Μέγα Βασιλείου, η οποία στην συλλογή του Migne διασώζεται με την επιγραφή Ἀσχολίῳ, ἐπισκόπῳ Θεσσαλονίκης625, μαθαίνουμε ότι του έστειλαν «ἐκ τῶν ἐπέκεινα Ἲστρου626
βαρβάρων» τα λείψανα του αγίου μάρτυρος Σάββα627
«μάρτυς δὲ ἡμῖν ἐπεδήμησεν»628.
Σε άλλη επιστολή γράφει ότι υποδέχθηκαν τον
άγιο (τα λείψανα) με χαρά και προσευχές ευχαριστίας προς τον
Θεό «ὃν καὶ ὑπεδεξάμεθα χαίροντες καὶ ἐδοξάσαμεν τὸν Θεὸν τὸν ἐν πᾶσι τοῖς ἒθνεσι πληρώσαντα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ»629.
3. Τα εγκαίνια ναών
Η τιμή των αγίων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της
λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Αυτό είναι
αντιληπτό από το γεγονός ότι οι ετήσιες μνήμες των αγίων είχαν ως κέντρο την τέλεση της Θείας
Ευχαριστίας. Σχετικές αναφορές συναντάμε στον Τερτυλλιανό, στον Κυπριανό, στον Ευσέβιο, κ.τ.λ. Η θεία ευχαριστία ως ανάμνηση του θανάτου του Κυρίου τελείται στα μαρτύρια, στους
τάφους των αγίων μαρτύρων, διότι από την αρχή ο θάνατος των
μαρτύρων συντέθηκε με την θυσία του Χριστού, και το αίμα των μαρτύρων θύμιζε και ανάγγειλε το άγιο αίμα και τον
θάνατοτου Χριστού.
Οι Διαταγές των Αποστόλων, όπου υπάρχουν αντιλήψεις παλαιότερες, ορίζουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Απαραιτήτως δέ, ὁρίζεται,
συναθροίζεσθαι ἐν τοῖς κοιμητηρίοις, τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν βιβλίων ποιούμενοι καὶ ψάλλοντες ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων μαρτύρων καὶ πάντων τῶν ἀπ αἰῶνος ἁγίων, …, καὶ τὴν ἀντίτυπον τοῦ βασιλείου σώματος
Χριστοῦ δεκτήν εὐχαριστίαν προσφέρεται ἒν τε ταῖς ἐκκλησίαις ὑμῶν καὶ ἐν τοῖς κοιμητηρίοις»630.
Αναμφισβήτητα η κορύφωση της εορτής των αγίων αποτελούσε η τέλεση της
θείας Ευχαριστίας. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει τα γενόμενα κατά τις
εορταστικές εκδηλώσεις μίας πανήγυρης: «Ἐννόησον ἡλίκος γέλως κατὰ τοιαύτην σύνοδον μετὰ παννυχίδας, μετὰ Γραφῶν ἁγίων ἀκρόασιν, μετὰ μυστηρίων θείων κοινωνίαν καὶ μετὰ πνευματικὴν χορηγίαν ἂνδρα ἢ γυναῖκα ἐν καπηλείῳ φαίνεσθαι
διημερεύοντας»631.
Είναι γεγονός ότι στους πρώτους τρεις αιώνες η θεία Ευχαριστίατ ελέσθηκε επάνω στους τάφους των μαρτύρων, δηλαδή επάνω στα άγια λείψανα, και αυτό οφειλόταν στην πεποίθηση ότι και οι μάρτυρες, δια των λειψάνων τους συμμετέχουν στην πνευματική συνεστίαση. Αυτή η πεποίθηση δεν είναι μία αστήριχτη αντίληψη των Χριστιανών, είναι μία πραγματικότητα, που
αποκαλύπτεται από τον Θεό στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Στον άγιο απόστολο
παρουσιάζονται στο όραμα «ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου αἱ ψυχαί τῶν ἐσφαγμένων διά τόν λὀγον τοῦ Θεοῦ καί διά τήν μαρτυρίαν ἣν εἶχον»632. Έτσι εξηγείται ότι η θεία ευχαριστία από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους τελείται, είτε στα
κοιμητήριο, είτε στα μαρτύρια είτε σε κατακόμβες,
δηλαδή μόνο εκεί που οι
Χριστιανοί είχαν ιερά λείψανα. Αυτή η στενότατη σχέση μεταξύ του τάφου των
μαρτύρων (των ιερών λειψάνων) και
της τέλεσης της θείας Ευχαριστίας, ήδη παράδοση της
αρχαίας Εκκλησίας κατά την περίοδο των διωγμών, παρέμεινε ως άγραφος θεσμός της
Εκκλησίας μέχρι σήμερα. Στην
συνείδηση της Εκκλησίας, η τέλεση της
θείας Ευχαριστίας χωρίς την ύπαρξη ιερών λειψάνων ήταν κάτι αδιανόητο και έξω από την παράδοσή της633.
Δια τούτο η ανέγερση των νέων ναών συσχετίσθηκε με
τους τάφουςτων μαρτύρων, και κατά συνέπεια, η Αγία Τράπεζα ως θυσιαστήριο, επάνω απ’ το
οποίο τελείται η θεία Ευχαριστία, σύμφωνα με
την παράδοση έπρεπε να περιέχει ιερά λείψανα.
Η καθιέρωση των
ναών, με μία ειδική τελετουργία από τον επίσκοπο, άρχισε
πιθανότατα από το τέλος του Γ΄
αιώνα, και ονομάστηκε Εγκαίνια. Αυτή η τελετή αφορά «τη μεταφορά και τοποθέτηση των
ιερών λειψάνων στην αγία τράπεζα και την τέλεση της πρώτης
λειτουργίας στον μόλις εγκαινιασθέντα Ναό»634. Τα εγκαίνια άρχιζαν με
την λιτανείατων ιερών λειψάνων από τον αρχικό τους τόπο προς τον νεόκτιστο ναό, προχωρούσαν στην κατάθεσή τους στο θυσιαστήριο (στην αγία τράπεζα) και κορυφώνονταν με την τέλεση της
θείας λειτουργίας 635. Στην λιτανεία των ιερών λειψάνων από τον παλαιό στο νέο ναό, ο καθηγητής Φουντούλης παρατηρεί ένα βαθύτατο
θεολογικό νόημα, εκείνο της διαδοχής, όπως είχε υπογραμμίσει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «ὥσπερ κατὰ διαδοχὴν ἡ χάρις πρὸς ἡμᾶς, ὡς ἀπὸ Σωτῆρος διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ ἄχρις ἡμῶν ἔρχεται διὰ τῆς χειροτονίας, οὕτο διὰ τῶν πρώτων ναῶν εἰς νεωτέρους ναοῦς636». Τα εγκαίνια των λατρευτικών χώρων απαντώνται τόσο στην
Παλαιά Διαθήκη, π.χ. της Σκηνής Μαρτυρίου, του
Ναού του Σολωμώντα και του Ναού του Ζοροβάβελ637,
όσο στην Καινή διαθήκη, ο Ίδιος ο Κύριος συμμετέχει στα εγκαίνια, που «ἐγένετο…ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις638», αλλά και στον ειδωλολατρικό κόσμο639.
Χωρίς αμφιβολία, οι υπάρχουσεςτελετές επέδρασαν640
στη διαμόρφωση της τελετής των εγκαινίων στη Χριστιανική Εκκλησία, όμως το όραμα του
ευαγγελιστή Ιωάννου αποτέλεσε τον
καθοριστικό παράγοντα. Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, αναφερόμενος στο όραμα της
Αποκάλυψης, λέγει ότι η θέση του Χριστού είναι επάνω στο θυσιαστήριο, ενώ των μαρτύρων κάτω από το θυσιαστήριο: «Ille super altare, qui pro omnibus passus est; isti sub altari, qui illius redempti sunt passione»641. Και ο ιερός Αυγουστίνος αναφέρεται στην αγία τράπεζα της ἐν Καρχηδόνη εκκλησίας του αγίου
Κυπριανού: «τράπεζα τῷ Θεῷ κατασκευάσθη καὶ τράπεζα τοῦ Κυπριανοῦ καλεῖται…διότι οὗτος διὰ τῆς ἑαυτοῦ θυσίας τὴν τράπεζαν ταύτην ηὐτρέπισε».
Με τον καθαγιασμό η Εκκλησία δέχεται τον Χριστό και δια των εγκαινίων γίνεται ναός του Θεού, «κατοικητήριο της Παναγίας Τριάδος»643,
εργαστήριο αγιασμού, μέσα στο οποίο δρα και ενεργεί ο Ίδιος ο Χριστός δια του Πνεύματός Του. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, ο
εγκαινιασμένος ναός γίνεται «τόπος συνάντησης και
πραγματικής κοινωνίας»644 Θεού και ανθρώπου, ειδικά κατά την τέλεση της
Θείας Λειτουργίας. Σχετικά με τα εγκαίνια του ναού, ο πατήρ Stăniloae σημειώνει «τα εγκαίνια μεταμορφώνουν το χώρο και από αυτόν προβάλλεται επάνω σ’ ολόκληρη την κτίση το φως και το έργο του
Θεού645», το σωτηριώδες έργο του Χριστού. Οι άγιοι, ως
συνεργάτες του Χριστού στην οικοδόμηση της Εκκλησίας, συμβάλλουν στην
ολοκλήρωσή της δια της εκδικήσεως την οποία ζητούν, δηλαδή εκφράζουν «την επιθυμία τους να έλθουν στο
φως γι΄αυτούς, που βρίσκονται στη γη, η αξία της θυσίας τους
για το Χριστό, η αξία της μίμησης του
εσφαγμένου αρνίου, ώστε να
αναπαυθεί μεταξύ των ανθρώπων η ειρήνη, η κατανόηση και ακόμη να προοδεύουν στην αληθινή ενότητα τους και στην αιώνια ζωή με την
ενδυνάμωση μέσα στο ίδιο πνεύμα της θυσίας646».
Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία μας παρέχει μαρτυρία εγκαινίων ναών, σύμφωνα με την οποία, μετά το τέλος του διωγμού του Διοκλητιανού, έγιναν «ἐγκαινίων ἑορταί κατὰ πόλεις καὶ τῶν ἂρτι νεοπαγῶν προσευχηταρίων ἀφιερώσεις»647.
Η τελετή των Εγκαινίων, δηλαδή των «γενεθλίων» ενός νέου ναού, ήταν η ειδική τελετουργία κατά την οποία ο επίσκοπος τοποθετεί ιερά λείψανα (συνήθως μαρτύρων, τον πρώτο καιρό) σε ειδική οπή μέσα στον κίονα, που στηρίζει την πλάκα της Αγίας Τράπεζας. Υπάρχουν μαρτυρίες που
αναφέρουν την κατάθεση ιερών λειψάνων σε εγκαίνια ναών, π.χ. στα εγκαίνια του ναού των Αγίων Αποστόλων, κατατέθηκαν τα λείψανα των αγίων Ανδρέου και Λουκά648.
Το τέταρτο αιώνα, επί των ημερών του αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων πληροφορούμαστε ότι εγκαινιάσθηκε ο εν Μεδιολάνοις ναός των Αγίων Αποστόλων, όπου μετέφερε το λείψανο του αγίου Ναζαρίου. Ο καθηγητής Τρεμπέλας θεωρεί ότι στον
Αμβρόσιο έχουμε «τὴν πρώτην βεβαίαν ἱστορικήν μαρτυρίαν τελέσεως Ἐγκαινίων νεοδμήτου Ναοῦ, μετ’ ἀποθέσεως ἐπισήμου καὶ πανηγυρικῆς ἐν αὐτῶ μαρτυρικῶν Λειψάνων»649.
O άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος εγκαινιάζει στην Ναζιανζό τον ναό του αγίου μάρτυρος Μάμαντος το 383650. Τα εγκαίνια του ναού φαίνεται ότι συσχετίζονται με αρχαίο Εβραϊκό έθιμο, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά «παλαιὸς νόμος», διότι «ἐγκαινίζονται μὲν πρὸς Θεὸν νῆσοι τῶ Ἠσαϊᾳ, ὣσπερ ἀνέγνωμεν651», «ἐγκαινίζεται δὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου652», αλλά και ο Κύριος εγκαινιάζει τον ναό Του·«Ἐγγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν Ἰεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦνω, ὁ τῆς ἀπιστίας, καὶ Ἰησοῦς παρῆν, ὁ Θεὸς καὶ ναός, Θεὸς αἰώνιος, ναὸς πρόσφατος, ὁ αὐθημερὸν λυόμενος καὶ τριήμερος ἀνιστάμενος, καὶ μένων εἰς τοὺς αἰῶνας, ἳνα ἐγὼ σωθῶ653».Προφανώς, υπήρξε μία ειδική τελετουργία εγκαινίων. Τα λόγια από την αρχή της ομιλίας του χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στα
ιδιόμελα των εγκαινίων, που ψέλνονται
στον Εσπερινό: «Ἐγκαίνια τιμᾶσθαι, παλαιὸς νόμος, καὶ καλῶς ἒχων· μᾶλλον δὲ τὰ νέα τιμᾶσθαι δι΄Έγκαινίων· ἐγκαινίζονται γὰρ νῆσοι πρὸς Θεὸν, ὣς φησιν Ἡσαϊας· ἃς τινας ὑποληπτέον τὰς ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίας, ἂρτι καθισταμένας, καὶ πῆξιν λαμβανούσας βάσιμον τῶ Θεῶ. Διὸ καὶ ἡμεῖς, τὰ παρόντα Ἐγκαίνια,πνευματικῶς πανηγυρίσωμεν»654.
Από την αλληλογραφία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου με τον πρεσβύτερο Ρουφίνο, σταλμένος ιεραπόστολος του Χρυσοστόμου στη Φοινίκη, μαθαίνουμε ότι ο Ρουφίνος, πιθανότατα σε μία επιστολή του, του ζήτησε άγια λείψανα για τις Εκκλησίες της Φοινίκης, προφανώς για τα εγκαίνια των ναών, οι οποίες ήταν ακόμα υπό κατασκευή. Ότι, κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ζήτηση ιερών λειψάνων για μία συγκεκριμένη χρήση, (υποθέτουμε εγκαίνια ναών) είναι φανερό από την ανησυχία του Ρουφίνου. Ο Χρυσόστομος
καθησυχάζει τον Ρουφίνο, γράφοντάς του ότι το θέμα των λειψάνων έχει λυθεί από τον ίδιο. Γράφει ο άγιος πατήρ: «Καὶ τῶν λειψάνων δὲ ἓνεκεν τῶν ἁγίων μαρτύρων ἀμέριμνος ἒσο· καὶ γὰρ εὐθέως ἀπέστειλα τὸν κύριόν μου τὸν εὐλαβέστατον
πρεσβύτερον ἐπίσκοπον Ὀτρήϊον τὸν Ἀραβισσοῦ. Αὐτὸς γὰρ ἒχει καὶ ἀναμφισβήτητα καὶ πολλά, καὶ εἲσω ὀλίγων ἡμερῶν ἀποστελοῦμεν σοι ταῦτα εἰς τὴν Φοινίκην. Μηδέν τοίνυν ἐλλιμπανέσθω τῶν παρὰ τῆς σῆς τιμιότητος. Τὰ γὰρ παρ΄ἡμῶν ὁρᾶς μεθ΄ὃσης πεπλήρωται τῆς προθυμίας. Σπεῦσον, ἳνα πρὸ τοῦ χειμῶνος δυνηθῇς τὰςἀστέγους ἐκκλησίας ἀπαρτίσαι655».
4. Η προσκύνηση των ιερών λειψάνων
Από τη αρχή της τιμής των αγίων επικράτησε η παράδοση κατά την γενέθλιον ημέρα των αγίων να γίνεται
προσκύνημα στους τάφους των αγίων. Η
προσκύνηση διά ασπασμού επικράτησε από την αρχή της τιμής των αγίων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
αναφερόμενος στο μαρτύριο των Μακκαβαίων, θαυμάζει την
μητέρα τους, η οποία συγχρόνως ήταν «ιερουργός ανώτερος του
Αβραάμ» και
προσκυνητής. Δια του
ρήματος προσκυνώ ο άγιος πατήρ «περιγράφει την τιμή των λειψάνων»656. Η τοπική τιμή κάποιων αγίων εξαπλώθηκε σε όλη την οικουμένη. Υπήρχαν
περιπτώσεις, που κάποιοι άγιοι βρήκαν το τέλοςτ ους
σε ξένους τόπους, και οι τάφοι και τα λείψανά τους ήταν σε μεγάλη απόσταση από τους Χριστιανούς, που τους τιμούσαν. Σ΄αυτές τιςπεριπτώσεις η τιμή και η προσκύνηση των
αγίων δεν εμποδίζονται ούτε από τα έξοδα
μεταφοράς, ούτε από τους κόπους της απόστασης, διότι μπορεί να γίνει ἐν πνεύματι. Οι Αντιοχειανοί εόρταζαν τον
άγιο
Ευστάθιο Αντιοχείας, που είχε ταφεί στη Θράκη με ζωντανή μνήμη και αυξημένο πόθο για τον άγιο. Η
προσκύνηση δεν εμποδίζεται από την έλλειψη του τάφου, διότι παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «εἰ χρὴ τἀληθὲς εἰπεῖν, καὶ ὁ τάφος αὐτοῦ παρ΄ἡμῖν, οὐκ ἐν Θράκῃ μόνον», διότι «Μνήματα ἁγίων οὐ σοροὶ καὶ λάρνακες καὶ στῆλαι καὶ γράμματα, ἀλλ΄ἒργων κατορθώματα, καὶ πίστεως ζῆλος, καὶ συνειδός πρὸς Θεὸν ὑγιές»657. Κάθε Χριστιανός μιμητής των αγίων κρύβει μέσα του
τους αγίους. Ο ίδιος ο τιμών τους αγίους, είναι τάφος αγίων, «τάφος ἒμψυχος καὶ πνευματικός», διότι λέγει ο άγιος: «ἂν…ἀναπτύξω τὸ συνειδὸς ἑκάστου τῶν παρόντων ὑμῶν, εὑρίσκω τὸν ἃγιον τοῦτον ἒνδον τῆς διανοίας ὑμῶν ἐνδιαιτώμενον»658.
Η χάρη του αγίου από τον τάφο αυξάνει τον πόθο των Χριστιανών, δημιουργώντας «τάφους ἐμψύχους, τάφους φωνὴν ἀφιέντας, τάφους πρὀς τὸν αὐτὸν ζῆλον παρασκευαζομένους», τα ίδια τα σώματα των αγίων όντας «καὶ πηγὰς καὶ ρίζας καὶ μύρα
πνευματικά»659.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας μεταφέρει άλλη εμπειρία της Εκκλησίας, την προσκύνηση των τάφων των αγίων χωρίς λείψανα κάν:
«Καὶ κλῆσιν ὲγνων, ὲστιν ὧν ἀλείψανον,
Τόποις δοθεῖσαν ἀνθ΄ὃλου τοῦ μάρτυρος,
Ἰσχύν τ΄ἲσην λαβοῦσαν, ὢ τοῦ Θαῦματος!
Σώζειν γὰρ οἷμαι καὶ τὸ μεμνῆσθαι μόνον»660.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο οι πνευματικές εμπειρίες των μεγάλων ιεραρχών και
οικουμενικών Διδασκάλων της Εκκλησίας προσεγγίζουν τις βαθύτατες έννοιες της
αληθινής προσκύνησης των αγίων, φανερώνουν νέες «μεθόδους» εορτασμού και ανοίγουν καινούριους πνευματικούς δρόμους που μας οδηγούν στην προσκύνηση των
αγίων. Κατά συνέπεια η προσκύνηση και ο εορτασμός των αγίων, των
ιερών εικόνων και των λειψάνων τους είναι δυνατή ἐν παντὶ καιρῶ και τὸπῳ, εξαρτώμενα από τη μνήμη της καθαρής συνείδησης.
531 Α΄ Κορ. 6,19
532 Α΄Κορ. 3,17
533 Αριθ. 19,11 και Λευ. 11,36, N. Chițescu.Teologia Dogmatică şi Simbolică, Β΄,Bucureşti 1958, σ.762
534 Μ. Βασιλείου, Είς Ψαλμόν 115, 4, PG 30, 112ΒC
535 Pr. Prof. Ene Branişte, «Despre cinstirea sfinților în Biserica Ortodoxă», Ortodoxia 1(1980) 48 Ο Duval υποστηρίζει ότι ο ενταφιασμός δίπλα στα λείψανα αγίων είναι μία παράδοση από τέλος του γ΄ αιώνα, βλ. Yvette Duval, «Auprès des saints
corps et âme: l΄inhumation ”ad sanctos” dans la
chrétienté d΄Orient et d΄ Occident du IIIe au VIIe siècle», Etudes augustiniennes,
Université Paris—Val—de--Marne, 1988, σσ. 89--90,
του ιδίου, Les saint protecteurs ici-- bas et dans l΄au-- delà, Genève, 2004
536 Johan Leemans, Wendy Mayer …, “Let Us die…”, σ. 13,
βλ. J. Daniélou, «La résureection des corps» VC 7 (1953)
154--170, M. Van Uytfanghe, «L΄essor du culte des saints et la
question d΄eschatologie» ἐν Les Fonctions des saints dans le
monde occidental IIIe--XIIIe siècles, Collection de L΄Ecole Française de Rome 149 (1991) 91—106
537 Johan Leemans, Wendy Mayer …, ο.π. , σ. 13
538 Pr. Conf. Ilie Moldovan, Cinstirea Sfintelor
Moaste, in Biserica Ortodoxa, ἐν Ortodoxia 1, Bucuresti, 1980,
σ. 123
539 Pr. Prof. Dr. Dumitru Stăniloae,Teologia Dogmatică Ortodoxă, τομ.3, Bucureşti,1997, σ. 234
539 Pr. Prof. Dr. Dumitru Stăniloae,Teologia Dogmatică Ortodoxă, τομ.3, Bucureşti,1997, σ. 234
540 Ἰ. Χρυσοστόμου, Είς Μάρτυρας Αἰγυπτίους, 1, PG 50, 695, ΕΠΕ 37, 268
541 Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Α΄ Στηλιτευτικός, 69, PG 35, 589C, «καὶ μικρὰ σύμβολα πάθους, ἲσα δρῶσι τοῖς σώμασι» Ι.
Χρυσοστόμου, Ομιλία «Τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἰς μεγάλην Ἐκκλησίαν προσελθούσης», 1, 332,
PG 63, 469 «οὐ τὰ σώματα ἐνήργει μόνον τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τὰ σουδάρια καὶ τὰ σιμικίνθια», βλ.του ιδίου, Είς Πράξ.Ἀπ. Ὁμ. 41, 1, PG 60, 288 Βλ. επίσης τα θαύμαυτα των προσωπικών αντικείμενων των ἐν τη Παλαιά Διαθήκη δικαίων Ἰ.Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμ. 8, 2, Προτροπή εἰς ἁρετήν, PG 49, 99 «Ἡ μηλωπὴ τούτου (του προφήτη Ηλία) τὸν Ἰορδάνην ἒσχισε, τὰ ὑποδήματα τῶν τριῶν παίδων τὸ πῦρ κατεπάτησαν, τὸ ξύλον τοῦ Ἑλισσαίου τὰ ὓδατα μετέβαλε, καὶ σιδήριον ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν βαστάζειν ἐποίησεν΄ ἡ ράβδος Μωϋσέως τὴν ἐρυθρὰν ἒσχισε θάλλασσαν, τὴν πέτραν ἒρρηξε…»
542 Π.Β. Πάσχου, Άγιοι οι Φίλοι του Θεού, Αθήνα 1995,σ. 146
543 Αὐτόθι, σ.146
544 Ἰ. Χρυσοστόμου, Περὶ τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως, 6, PG 50, 428, ΕΠΕ 36, σ. 126
545 Αὐτόθι, 7, PG 50,
428‐429,σσ. 127--129
546 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 32, 4, PG 60, 680, ΕΠΕ 17, σ. 733
547 του ιδίου, Εἰς Ψαλμό 48, 6, PG 55, 231, ΕΠΕ 6, σ.195
548 του ιδίου, Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 32, 4, PG 60, 680, ΕΠΕ 17, σ. 733
549 Του ιδίου, Εἰς Μακκαβαίους, 1, PG 50, 617‐618, ΕΠΕ 36, σ.351
550 του ιδίου, Εἰς Βαβύλαν, 1, PG 50, 529, ΕΠΕ 37, σ.55
551 του ιδίου, Εἰς Βαβύλαν, 16, PG 50, 558, ΕΠΕ 34, σ.499
552 Pr. Prof. Dr. Dumitru Stăniloae,Teologia Dogmatică Ortodoxă, β΄ έκδοση, Bucureşti,1997,σ. 234
553 Μ. Βασιλείου, Εἰς Ιουλίτταν, 2, PG 31, 241Β, ΕΠΕ 7, σ. 209
554 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Βαβύλαν, 11, PG 50, 551, ΕΠΕ 34, σ.475
555 Αὐτόθι, 13, PG 50, 553, ΕΠΕ 34, σ.481
556 Αὐτόθι, 12, PG 50, 552, σ.479
557 Αὐτόθι, 12, PG 50, 552 σ.481
558 Σοφ. Σολ. 3,1
559 Του ιδίου, Κατήχησις 7, 1, SC 50 bis, 229--230, ΕΠΕ 30,σ.473
560 Του ιδίου, Εἰς Μάρτυρας, 2, PG 50, 648, ΕΠΕ 36, σ. 587
561 Του ιδίου, Εἰς Ιουλιανό, 4, PG 50, 671, ΕΠΕ 37,σ.233
562 Αὐτόθι, 4, PG 50, 672
563 Ἰ. Χρυσοστόμου, Κατήχησις 7, 2, SC 50 bis, 230, ΕΠΕ 30, σ.473--475
564 Του ιδίου, Εἰς Μάρτυρας, 2, PG 50, 648 , ΕΠΕ 36, σ. 587
565 του ιδίου, Εἰς Ιουλιανό, 3, PG 50, 671, ΕΠΕ 37,σ.233
566 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμ. 4, 3, PG 49, 63, ΕΠΕ 32, σ. 74
567 Του ιδίου, Τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἰς μεγάλην Ἐκκλησίαν προσελθοῦσης,1, PG 63, 469
568 Αὐτόθι, PG 63, 469
569 του ιδίου, Εἰς Ιουλιανό, 4, PG 50, 672‐673, ΕΠΕ 37,σ.237
570 Αὐτόθι, PG 50, 673
571 Ἰ. Χρυσοστόμου, Είς Μάρτυρας, 2, PG 50, 649, ΕΠΕ 36, σ. 590
572 Ευσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4, 5, PG 20, 357B
573 Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8,6, PG 20, 753B
574 Ἰ. Χρυσοστόμου, Είς Δροσίδα 4, PG 50, 689
575 Β΄ Βασιλ. ιγ΄, 21
576 «Καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἳνα μόνον ἃψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ καὶ ὃσοι ἣψαντο διεσώθησαν» (Μτ.
14, 36, Μκ. 3, 9--10), «Καὶ πᾶς ὁ ὂχλος ἐζήτει ἃπτεσθαι αὐτοῦ, ὃτι δύναμις παρ΄αὐτοῦ ἐξήχετο καὶ ἰᾶτο πάντας» (Λκ. 6,
19), Η αιμορροούσα γυνή μόλις ακούμπησε το ιμάτιό Του θεραπεύθηκε «καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἳματος…» (Μκ. 5, 24--31)
577 Ἰω.ιδ΄,12
578 Πράξ. Ἀπ. 5, 12—15
579 Πράξ. Ἀπ. 19,11--12
580 Γρηγορίου Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού Βασιλέως Α΄Στηλιτευτικός, 69, PG 35, 589B--589C, ΕΠΕ 3, σ. 90--92
581 Του ιδίου, Ποίημα 10, Περί Ἀρετῆς, 753--756PG 37, 734A--735A, ΕΠΕ 9, σ.210
582 Ί. Χρυσοστόμου, Εἰς Βαρλαάμ, 4, PG 50, 681, ΕΠΕ 37, σ.258
583 Του ιδίου, Εἰς μάρτυρες Αιγυπτίους, 1, PG 50, 694, ΕΠΕ 37, σ.266, βλ. John Wortley, «The origins of Christian veneration of
body‐parts»,εν RHR, 223 (2006), 7
584 Αὐτόθι, 1, PG 50, 694
585 Αὐτόθι, 1, PG 50, 694‐695
586 Αὐτόθι, 1, PG 50, 695, σ. 266
587 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Βερνίκη και Προσδόκη, 7, PG 50, 640, ΕΠΕ 37, 216
588 Μ. ΒασιλείοΥ, Είς Ψαλμόν 115, 4, PG 30, 112C
589 Ἰ. Χρυσοστόμου, Ομιλία είς Μάρτυρας, PG 50, 664
590 Του ιδίου, Κατήχησις 7, 5, SC 50 bis, 231--232, ΕΠΕ 30, σσ.474—476
591 Του ιδίου, Ομιλία Τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἰς μεγάλην Ἐκκλησίαςν προσελθοῦσης, 1, PG 63, 470
592 Αὐτόθι, 1, PG 63, 469
593 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Βαβύλαν, 16, PG 50, 557, ΕΠΕ 34, σ. 494
594 Αρχίμ. Μελετίου Καλαμαρά, Αγιολογία, Αθήναι 1972, σ. 38
595 Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανού Α΄, 69, PG 35, 589C
596 Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ.115,
4, PG 30, 112C
597 Γρηγορίου Θεολόγου, Ποίημα 10, Περί Ἀρετῆς, 745‐748,PG 37, 734A, ΕΠΕ 9, σ.210
598 Μ. Βασιλείου, Εἰς Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, 8, PG 31, 521BC, ΕΠΕ 7, σ. 310
599 Θεοδωρήτου Κύρου, Περὶ τῆς τῶν μαρτύρων τιμῆς, 112, PG 83, 1012BC
600 Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, 21 Ἰάκωβος, PG 82, 1444 BC
601 Αὐτόθι, μν.ἑργ. PG 82, 1444CD
602 Γεωργίου Τσέτση, Η ένταξις των αγίων στο εορτολόγιο, Κατερίνη, σ. 39
603 Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, PG 46, 784B
604 Pr. Prof. Dr. Ene Branişte, ο.π. σ. 55
605 Α. Φυτράκη, ὃπ. Αθήνα 1955, σ. 112
606 Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή 197, 2, Ἀμβροσίῳ ἐπισκόπῳ Μεδιολάνων, PG, 32, 712A‐713A,
Delehaye, Sanctus….,σ. 202
607 Γεωργίου, Τσέτση, μν. έργ., σσ. 35‐36 .Για το απαραβίαστο των ιερών λειψάνων βλ. Delehaye H. Sanctus. Essai sur le culte des Saints dans
l΄antiquite, 1925 (β΄έκδ. Bruxelles 1970)
608 Γεν. 50, 24
609 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Δροσίδα, 4, PG 50, 690, ΕΠΕ 37, σ. 332
610 Αὐτόθι, 5, PG 50, 691, βλ. Του ιδίου Εἰς Βαβύλαν, 2, PG 50, 531--532,ΕΠΕ 37, σ 60 «Ὁ δὲ μέγας Μωϋσής
οὐ πλησίον ὀστῶν εἱστήκει νεκρῶν, ἀλλ΄αύτὸν ὃλον νεκρὸν ἐπιφερόμενος τὸν Ἰωσήφ, οὓτω τὰ μέλλοντα προύλεγα ΄καὶ μάλα εἰκότως. Τὰ μὲν γὰρ ἐκείνων ρήματα Πνεύματος ἁγίου χάρις ἦν».
611 Pr. Prof. Dr. Ene Branişte, ο.π. σ. 50, βλ. Johan Leemans, Wendy Mayer, …, Let
Us die…, σ. 140
612 Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 5, PG 67, 1273AD, βλ. Ἰ. Χρισοστόμου, Εἰς Ψαλμό 110, 4, PG 55,
285, ΕΠΕ 6, σ. 404 «τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βαβύλα τοῦ ἐν Δάφνῃ ἡ μετάθεσις», βλ H. Leclercq “Reliques
et reliquaries” ἐν DAC L 14,
1948, .2304
613 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Βαβύλαν, 3, PG 50, 533, ΕΠΕ 37, σ. 64, βλ. Johan Leemans,
Wendy Mayer, …, ο.π. σ.
141, βλ. Wendy Mayer, The Cult…, σ. 24
614 Αὐτόθι, 3, PG 50,
533, βλ. Σωκράτους , Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 9, PG 67, 581C «Μελίτιος ὁ τῆς Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος ἀῤῥωστίᾳ περιπεςὼν, ἐτελεύτησεν…ἀλλὰ Μελιτίου μὲν τὸ σῶμα οἱ προσήκοντες ἐπὶ τὴν Ἀντιόχειαν διεκόμισαν», βλ. Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 10, PG 67, 1441ΑΒ
«τὸ Μελετίου λείψανον ἐκομήσθη εἰς Ἀντιοχείαν, καὶ παρὰ τὴν θήκην Βαβύλα τοῦ μάρτυρος ἐτάφη»
615 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰγνάτιον τὸν θεοφόρο, 5, PG 50, 594
616 Αὐτόθι, 5, PG 50,
594
617 Αύτόθι, 5, PG 50, 594
618 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Βαβύλαν καὶ κατὰ Ἰουλιανού, 17, PG 50, 560, ΕΠΕ 34, σ.504
619 Του ιδίου, Εἰς Βαβύλαν, 3, PG 50, 533, ΕΠΕ 37, σ. 64
620 H. Leclercq « Reliques et
reliquaries», εν DACL 14, (1948) 2304
621 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Φωκὰν, 1, PG.50, 699, βλ. Wendy Mayer, The Cult…, σ. 24 , 75--76, Για το εκπληκτικό θέαμα της
περιφοράς των λειψάνων στο παραλιακό Βοσφόρου βλ. W. Mayer “The Sea Made Holy. The Liturgical Function of the
Waters surrounding Constantinople”,
Ephemerides Liturgicae 112 (1998) 459--
468
622 Remus Rus, Dictiomar
Enciclopedic de Literatura Crestina din primul mileniu, Εκδ. Lidia, Bucuresti 2003,
σ.871, βλ. Johan Leemans, Wendy Mayer, …, ο.π. σ. 10
623 Του ιδίου, Ἐπιστολή 156, Ἀνεπίγραφος (60) ἐπὶ ἀλείπτῃ PG 32, 613B, ΕΠΕ 3, σ. 370
624 Ο επίσκοπος Τόμης Vetranion, μεγάλος
υπερασπιστής του δόγματος της Νικαίας διώχτηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ουάλη. Σύμφωνα με τον
Σωζόμενον, ο Vetranion εξορίσθηκε και πέθανε.
625 Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο παραλήπτης προς τον
οποίο ο Μέγας Βασίλειος έστειλε τις επιστολές 164 και 165
δεν μπορεί να είναι ο έπίσκοπος της Θεσσαλονίκης. Οι
Ερευνητές G. Pfeilschifter, J. Mansion και J. Zeiller, που είχαν ασχοληθεί την εκκλησία των Γότθων στην
περιοχή της Μικρής Σκυθίας, θεωρούν ότι ο συγγραφέας της επιστολής που συνόδευε τα ιερά λείψανα του μάρτυρος Σάββα ήταν ο επίσκοπος Τόμης Vetranion. Ο καθηγητής Ioan Coman υποστηρίζει ότι ο παραλήπτης των επιστολών 164 και 165
του Μ. Βασιλείου πρέπει να είναι ο Ασχόλειος της Τόμης, ο διάδοχος του Vetranion. Βλ. Ştefan C. Alexe, Saint Basile le Grand et le
christianisme roumain au IV siècle, Studia Patristica 17 (τεύχος γ΄) 1049--1052, by Elizabeth A. Livingstone,
Ed. Pergamon Press Ο καθηγητής Mircea Păcuraru υποστηρίζει ότι ο Μέγας Βασίλειος έσθειλε τις επιστολές 164 και 165 στον επίσκοπο της Τόμη Vetranion ή Betranion, Καππαδόκος και αυτός στην καταγωγή, μεγάλος υπερασπιστής του δόγματος της Νικίας βλ. Pr. Prof.
Dr. Mircea Păcuraru, Sfinți Daco--Romani şi Români, Trinitas, Iaşi,
2007, σσ. 50--51
626 Πρόκειται για την περιοχή Μικρή Σκυθία (Scitia Minor), η σημερινή Δοβρουτσά της Ρουμανίας, όπου
υπήρχαν οι Ελληνικές πόλεις Ἠστρια,Τόμις, Κάλατις
627 Ο άγιος Σάββας βρήκε μαρτυρικό θάνατο «διά ξύλου και ὕδατος» στον
ποταμό Buzău, στις 12 Απριλίου 372 βλ. . Ştefan C. Alexe, ο.π. σ.1049
628 Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή 164΄, Ἀσχολίῳ, ἐπισκόπῳ Θεσσαλονήκης, PG 32, 636B, ΕΠΕ 2, σ. 164
629 Του Ιδίου, Ἐπιστολή 165, Ἀσχολίῳ, ἐπισκόπῳ Θεσσαλονήκης, PG 32, 640A, ΕΠΕ 3, σ. 262
630 Αποστ. Διατ. ΣΤ΄30, 2, 2 ΒΕΠΕΣ
2, σσ. 115--116 και Η΄ 33, 8--9 2 ΒΕΠΕΣ 2, σ. 165
631 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εις Μάρτυρας PG 50, 663
632 Απ. 6,9
633 Ο 83ος κανόνας της ἐν Καρθαγένῃ συνόδου όριζε «Θυσιαστήριον, ἐν ὧ οὔτε σῶμα, οὔτε λείψανον ἀπόκειται μάρτυρος,
καταστρεφέσθω».Αυτή η παράδοση φαίνεται ότι δεν είχε επικράτηση παντού μέχρι τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία διατάσσει δια του
ζ΄ κανόνος: «Ὃσοι οὖν σεπτοὶ ναοὶ καθιερώθησαν, ἐκτὸς ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γενέσθαι λειψάνων μετὰ τῆς συνήθους εὐχῆς, ὁ δὲ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερῶν ναὸν καθαιρείσθω, ὁ παραβεβηκὼς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις»
634 Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδης, Ο Χριστιανικός Ναός Λειτουργική και Θεολογική
Θεώρηση, Αθήνα , 2007,
173
635 Ιωάννου Φουντούλη, Εἰσαγωγικὸν σημείωμα στο Εὐχολόγιο Δ΄ ἐγκαινιαστικόν, εκδ. Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2003, σσ.ζ΄--η΄
636 Αὐτόθι, σ. ζ΄ Ο καθηγητής παραπέμπει στον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης «Διάλογος», κεφ.
ριζ΄
637 Αὐτόθι, σ. 174
638 Αὐτόθι, σ. 176
639 Αὐτόθι, σ. 177
640 Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκαινιάζοντας τον ναό του αγίου Μάμαντος στη Ναζιανζό αναφέρεται σ’αυτά τα εγκαίνια.
641 Ἀγίου Ἀμβροσίου, Ἐπιστολὴ 22,13, PL 16, 1023
642 Ἀγίου Ἀυγουστίνου, In Natali Cypriani martyris, Λόγος 310, 2 PL 38, 1413
643 Πρωτοπρεσβυτέρου Δρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδης, Η συμβουλή του π.
Δημητρίου Στανιλοάε στη μελέτη των
λειτουργικών θεμάτων, Αθήνα, 1997, σ.
192
644 Αὐτόθι, σ. 83
645 Αὐτόθι, σ. 192
646 Αὐτόθι, σσ. 191--192
647 Βλασίου, Ιω. Φειδά,
Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σ. 288
648 Π.Β.Πάσχου, Άγιοι οι φίλοι του Θεού, Αθήνα 1995, σ. 149 παραπέμπει στον ιερό Χρυσόστομο PG 61,
540.
649 Παναγιότου, Τρεμπέλα, Η τιμή της Θεομήτορος και των
Αγίων, Εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1999, σ.
67
650 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Γρηγόριος ο Θεολόγος Βίος--Συγγράματα-- Θεολογικαί Αντιλήψεις, εισαγωγή στο πρώτο τόμο του Γρηγορίου του Θεολόγου ἐν Ε.Π.Ε. σ.
28
651 Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΜΔ΄, Εἰς τὴν καινὴν Κυριακήν, 1, PG 36, 608A
652 Αυτόθι, 1, PG 36, 608B
653 Αυτόθι, 1, PG 36, 608B, Εγκαινιάζεται η
Εκκλησία ως οίκος ἢ ναός του Θεού, αλλά τα εγκαίνια της Εκκλησίας ως σώμα Χριστού πρέπει να
επεκταθεί και στα μέλη του σώματος, στους
Χριστιανούς «ὃστις ἐσμὲν ἡμεῖς , οἱ Θεοῦ ναὸς εἶναι τε καὶ ἀκούειν ἠξιωμένοι καὶ γίνεσθαι» Αύτόθι, 4, PG 36, 612A
654 Ευχολόγιον το Μέγα της Κατὰ Ἀνατολάς όρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,Εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1970 Εγκαίνια Ναού, Εἰς τον Ἐσπερινόν, σ. 294
655 Ἰ. Χρυσοστόμου, Ἐπιστολή 126, Ρουφίνῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 52, 687, ΕΠΕ 38, 246
656 James C. Skedros, ο.π. σ. 300
657 Αὐτὀθι, Εἰς Ευστάθιο Αντιοχείας, 2, PG 50, 600, ΕΠΕ 37, σ.132—134
658 Αὐτόθι, 2, PG 50, 600, σ.134
659 Αὐτόθι, 2, PG 50, 600, σ. 134, Για την σημασία και τον ρόλο των μαρτύρων στη ζωή της Εκκλησίας βλ. N. Mladin, Martirii Ortodoxiei, Sibiu 1945
660 Γρηγορίου Θεολόγου, Ποίημα 10, Περί Ἀρετῆς, 749--752, PG 37, 734, ΕΠΕ 9, σ.210
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου